Η παράλληλη κυκλοφορία στις ελληνικές αίθουσες του πρωτότυπου φιλμ του 1973 μοιάζει με χτύπημα κάτω απ’ τη μέση εις βάρος αυτού εδώ του σύγχρονου ριμέικ δια χειρός του Δανού Μίκαελ Νόερ, που ξαναφέρνει στη μεγάλη οθόνη το συγκλονιστικό, αυτοβιογραφικό best seller του Ανρί Σαριέρ.
Ενας διαρρήκτης χρηματοκιβωτίων γνωστός με το παρατσούκλι Πεταλούδας χάρη στο τατουάζ που φέρει στο στέρνο του, ο Σαριέρ θα παγιδευτεί και θα κατηγορηθεί άδικα για έναν φόνο που δεν διέπραξε, με αποτέλεσμα να καταδικαστεί σε ισόβια το 1933 για να εκτίσει την ποινή του αρχικά σε διαβόητη αποικιακή φυλακή της Γαλλικής Γουϊνέας και στη συνέχεια σε ακόμα πιο απάνθρωπο σωφρονιστικό ίδρυμα στο «Νησί του Διαβόλου». Αποφασισμένος να ξανακερδίσει την ελευθερία του, ο Πεταλούδας συμμαχεί με τον ιδιόρρυθμο και συνεσταλμένο παραχαράκτη Λουί Ντεγκά, ο οποίος –με αντάλλαγμα την προστασία του– προσφέρεται να χρηματοδοτήσει την απόδρασή του.
Μολονότι δεν γίνεται ποτέ προσβλητικό απέναντι στο υλικό του και στον θεατή, το φιλμ του Νόερ ωχριά αναμφίβολα στη σύγκριση με την ταινία του Φράνκλιν Σάφνερ. Καταγράφοντας μεθοδικά τις αμετανόητες και ολοένα και πιο δραματικές προσπάθειες του Σαριέρ να αποδράσει, ρισκάροντας –και εν τέλει υποφέροντας– μια ακόμα χειρότερη τιμωρία, ο Νοέρ μένει πιστός στο γράμμα αλλά όχι και στο πνεύμα του πρωτότυπου και στην υπαρξιακή αγωνία ενός ανθρώπου που αρνείται να συμβιβαστεί στο ελάχιστο με τη μοίρα που του επιφυλάσσει την (άδικη) στέρηση της ελευθερίας του.
Το αποτέλεσμα φαντάζει σαν ένα αξιοπρεπές κλασικό εικονογραφημένο του οποίου η επίμονη προσπάθεια να καταγράψει την άγρια (ψυχολογική και σωματική) βία και τις ανατριχιαστικές συνθήκες που υπομένουν οι ήρωές του μοιάζει επιδερμική και επαναλαμβανόμενη, χωρίς ποτέ οι επί της οθόνης ωμότητες να ραγίζουν ουσιαστικά την καλογυαλισμένη του επιφάνεια.
Αυτό που απομένει είναι οι φιλότιμες προσπάθειες των δύο πρωταγωνιστών να ξεδιπλώσουν μια ανορθόδοξη κι ενίοτε συγκινητική ιστορία φιλίας που από σχέση αμοιβαίας εξάρτησης αποκτά διαστάσεις σχεδόν ρομαντικές.