Εν μέσω βαθιάς οικονομικής κρίσης, μια παράξενη πανδημία που προκαλεί λιποθυμίες, κώφωση και ένα μόνιμο «χαμόγελο της Τζοκόντα» στους πολίτες ευνοεί την κυβέρνηση που ως μέτρο αντιμετώπισης της χρεοκοπίας αποφασίζει να φορολογήσει τους θανάτους. Την ίδια στιγμή ένας δημοσιογράφος συμμετέχει στο σόου ενός τηλεοπτικού παρουσιαστή, χωρίς να υποψιάζεται πως εκεί θα γραφτεί το έσχατο κεφάλαιο της δημοφιλίας του.

Περνάει πολλή ώρα μέσα στην «ΠΑΝ.δη.ΜΙΑ» πριν συνειδητοποιήσεις πως αυτό που βλέπεις μοιάζει περισσότερο με μια συρραφή σχολικών βίντεο που θα μπορούσαν να βρουν το κοινό τους σε ένα «δώσε χαβαλέ» web-series στο ιντερνετ και διόλου με μια κινηματογραφική ταινία που προφασίζεται ότι αναδομεί την ελληνική κρίση με την υπογραφή ενός καθόλα αξιοσέβαστου από τους μεγαλύτερους Ελληνες (κωμικούς και όχι μόνο) ηθοποιούς.

Φυσικά και η απάντηση τόσο του Δημήτρη Πιατά όσο και των συντελεστών της ταινίας θα ήταν πως η «ΠΑΝ.δη.ΜΙΑ» είναι ηθελημένα κακόγουστη, ηθελημένα ερμηνευμένη σαν να διαβάζουν τα λόγια από auto cue, ηθελημένα κακοφωτισμένη, ηθελημένα κακομακιγιαρισμένη, ηθελημένα αμοντάριστη, ηθελημένα κακοφωτογραφημένη, ηθελημένα κακή μέχρι εκεί που σταματάει το κακό και αρχίζει το βασανιστήριο.

Φυσικά, όμως και η απάντηση στην απάντηση είναι πως καμία ταινία δεν μπορεί να «κακή» (βλ. και «cult») πριν γι’ αυτό αποφασίσει αν μη τι άλλο ο χρόνος και πως η λογική του «τρικυμία εν κρανίω» στην οποία μοιάζει να βρίσκεται τόσο ο Πιατάς ως σεναριογράφος, όσο και ο Πιατάς ως σκηνοθέτης δεν αποτελεί την ασφαλή οδό όταν ο σκοπός σου είναι να δημιουργήσεις μια μαύρη κωμωδία βασισμένη στο «θέατρο του παραλόγου» που με μεγάλη επιτυχία συνδυάζει το σινεμά του Σολδάτου με αυτό του Ζερβού με λίγο από «Αλ Τσαντίρι» και μπόλικο «ό,τι να ναι».

Ξεκινώντας από τη βασανιστική εμπειρία του να βλέπεις τον (τέως whatever πρύτανη ηθοποιό) Θεοδόση Πελεγρίνη (μήπως είναι αυτός η Πανδημία;) να «παίζει» περισσότερο με τα νεύρα σου παρά ως ηθοποιός και σε παράλληλη δράση σκηνές από δύο συμμορίες που δέρνονται εν μέσω των ΜΑΤ (ή κάτι τέτοιο) που μετά ξεχνιούνται και βρίσκεσαι σε ένα τηλεοπτικό στούντιο τύπου «Αλ Τσαντίρι» όπου τα γυρίσματα του κοινού και της εκπομπής έχουν γίνει σε άλλη μέρα και έχουν ενωθεί με ένα μοντάζ που δεν προσπαθεί να το κρύψει, ο Πιατάς κάνει τα πάντα για να κάνει τη θέαση της ταινίας του μια εμπειρία στα όρια του «πιο trash πεθαίνεις», μπερδεύοντας τηλε-ριάλιτι, θρησκείες, πορνεία, κλασική μουσική, αναφορές σε golden showers, ηλίθια αστεία τύπου («Δεν είναι λίγο αργά για να γίνετε ηθοποιός;» - «Γιατί τι ώρα είναι;»), ευφυολογήματα που πιστεύουν ότι σχολιάζουν καίρια την ελληνική κρίση, το βρακί του Μιχάλη Μητρούση και ντεκαπάζ ανέκδοτα.

Ο Πιατάς θέλει να τα καυτηριάσει όλα, φιλοδοξώντας να υπονομεύσει την παραδοσιακή αφήγηση, σκηνοθετεί ένα θεατρικό κάτι μέσα σε ένα στούντιο με κακό ήχο και αγνοεί ολοκληρωτικά πως για να υποστηρίξεις μια ταινία που ξεκινάει με μια κλανιά και τελειώνει μετά από μιάμιση ώρα ακατάσχετης φλυαρίας για το τίποτα, χρειάζεσαι πριν απ' όλα μια βάση που στην «Πανδημία» απουσιάζει παντελώς – ακόμη και ως άποψη πάνω σε ένα σινεμά χωρίς κανόνες, ακόμη και για μια «τρελή τρελή» ταινία πάνω στην τρέλα της εποχής.

Η αναρχία που θέλει να καταγράψει ο Πιατάς, ως σημάδι και σημαινόμενο της κρίσης καταλήγει σε ένα χάος, χωρίς καμία σοβαρότητα και δυστυχώς χωρίς κανένα χιούμορ, μαύρη κωμωδία μόνο επειδή είναι ερασιτεχνικά φωτισμένη και όχι επειδή προσθέτει κάτι στο ελληνικό σινεμά ή στην καριέρα ενός αξιόλογου ηθοποιού που για κάποιο ανεξακρίβωτο λόγο θέλησε να κάνει μια ταινία που πραγματικά, όσο κι αν κάπου κάπως κάποτε διαισθάνεσαι ποια ήταν η αρχική πρόθεση της, είναι αδύνατον να αντέξεις. Ακόμη και ως ένα κακόγουστο, σχολικό αστείο με το οποίο δεν γέλαγες έτσι κι αλλιώς ποτέ...