Η ιστορία επικεντρώνεται σε δυο αδέρφια, κλέφτες αυτοκινήτων, που ταξιδεύουν στα νότια της Γαλλίας για νέες ευκαιρίες, και καταλήγουν στο στόχαστρο ενός ντόπιου μαφιόζου. Ο Aντριου και ο Γκάρετ Φόστερ είναι κλέφτες που εξειδικεύονται στις κλοπές των πιο ακριβών και πολυτελών αυτοκινήτων. Προσλαμβάνονται για να κλέψουν μια εντυπωσιακή Bugatti του 1937, αξίας εκατομμυρίων ευρώ, στη Νότια Γαλλία. Η ληστεία όμως δεν θα έχει καλό τέλος, όταν ο ιδιοκτήτης της Bugatti, και τοπικός μαφιόζος, ο Τζάκομο Μοριέ τους πιάνει επ’ αυτοφώρω. Σε αντάλλαγμα της ζωής τους, τα δυο αδέρφια θα πρέπει να κλέψουν ένα αυτοκίνητο από την συλλογή του Μαξ Κλεμπ, μεγάλου αντίπαλου του Μοριέ. Το αυτοκίνητο δε αποτελεί το σημαντικότερο κομμάτι της συλλογής του Μοριέ, μια Ferrari του 1962.

Το «Overdrive», εκ πρώτης όψεως, μοιάζει με κάποιο μακρινό ξαδερφάκι της σειράς ταινιών «Fast and Furious» από το οποίο προσπαθεί να «κλέψει» ένα μέρος του σεβασμού των φαν της σειράς, προσφέροντας ένα κάποιο παραπάνω class (με αέρα από «The Italian Job» στην Γαλλική Ριβιέρα), πανέμορφους πρωταγωνιστές, αλλά και πανάκριβα αμάξια που ίσως κάνουν κάποιους να δακρύσουν (ή να αναφωνήσουν) από συγκίνηση.

Oμως η πρώτη ταινία του Αντόνιο Νεγκρέ, μετά το «Transit», ύστερα από πέντε χρόνια απουσίας για να κυνηγήσει και την καριέρα του ως σκηνοθέτης διαφόρων τηλεοπτικών σειρών, καταλήγει να είναι άλλο ένα κακοφτιαγμένο b-movie του σωρού μιας δεν καταφέρνει με τίποτα να φτάσει την δράση, ή έστω την αίγλη, των ταινιών που προσπαθεί (αποτυχημένα) να μιμηθεί.

Από την αρχή της κιόλας, ο Νεγκρέ καθιστά σαφές πως τα πανάκριβα και αρκετά πολυτελή αυτοκίνητα θα είναι οι κύριοι πρωταγωνιστές της ταινίας του, βάζοντας όλο τα υπόλοιπα σε δεύτερη μοίρα. Και σε όλη την διάρκειά της, η ταινία μοιάζει σαν να είναι μια πασαρέλα ανεκτίμητων, συλλεκτικών, αυτοκινήτων με τους ήχους που κάνουν οι μηχανές τους να προκαλούν ρίγη ευχαρίστησης στους γνώστες του είδους. Ναι, είναι υπέροχο να βλέπεις τα αυτοκίνητα αυτά να πατάνε γκάζια και να τρέχουν στους δρόμους της, πανέμορφης, νότιας Γαλλίας, αλλά δυστυχώς το σενάριο, οι ερμηνείες και η δράση έχουν ξεμείνει από βενζίνη χιλιόμετρα μακριά.

Ο Νεγκρέ γνωρίζει πως το target group της ταινίας του θα έρθει να την δει για τα κυνηγητά και τα αυτοκίνητα χωρίς να ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο πέρα από αυτά. Και όντως υπάρχουν στιγμές που δεν υπάρχει καμία εξέλιξη στην ιστορία, κανένα ενδιαφέρον για τους χαρακτήρες της, ανάμεσα στην δράση και νιώθεις πως απλά περιμένεις πότε θα αρχίσει το επόμενο κυνηγητό, με τις όποιες αργότερα αδιάφορες ανατροπές να πέφτουν στο κενό. Ομως ακόμα κι έτσι οι σκηνές δράσης είναι ελάχιστες, και όποτε υπάρχουν δεν διαθέτουν ούτε το σασπένς αλλά ούτε την φαντασία άλλων παρομοίων σκηνών που έχουμε δει στο παρελθόν, για να σου κρατήσουν έστω το ενδιαφέρον.

Ο Σκοτ Ιστγουντ, ύστερα από μια σειρά δεύτερων ρόλων (με έναν από αυτούς στο «Fast & Furious Μαχητές των Δρόμων 8»), ήρθε επιτέλους η ώρα του για να γίνει ο πρωταγωνιστής, αλλά δυστυχώς διάλεξε την χειρότερη στιγμή για να το κάνει. Προσπαθώντας σκληρά να αποδείξει πως πέρα από την ομορφιά του πατέρα του έχει αποκτήσει και το ταλέντο του, ο νεαρός Ιστγουντ με αυτή την ταινία μάλλον δεν θα καταφέρνει να πείσει κανέναν για κάτι τέτοιο. Ακόμα και το υπόλοιπο φωτογενές καστ, ανάμεσά τους και οι Σάιμον Αμπκαριάν και Κλεμένς Σικ, μοιάζουν να νιώθουν χαμένοι ανάμεσα στο κακό σενάριο και την ανέμπνευστη σκηνοθεσία της.

Το «Overdrive» είχε όλα τα συστατικά για να γίνει μια αξιοπρεπής τουλάχιστον περιπέτεια. Αλλά με τον Νεγκρέ να πατάει φρένο αντί για γκάζι ακόμα και στις πιο απαιτητικές σκηνές της, η ταινία μάλλον θα έχει μεγαλύτερη επιτυχία αν παιχτεί στις τηλεοράσεις εκθέσεων χλιδάτων αυτοκινήτων παρά στις κινηματογραφικές αίθουσες.