«Θέλεις να αγαπιέσαι. Οι ηθοποιοί θέλουν να αγαπιούνται. Ολοι μας, θέλουμε αγάπη...» H Mιρτλ Γκόρντον είναι σταρ. Καταξιωμένη, διάσημη, λαοφιλής θεατρίνα πλησιάζει πλέον τα 50 και χαίρεται τους καρπούς της καριέρας της. Στις δοκιμαστικές παραστάσεις του τελευταίου της έργου, πριν την μεγάλη πρεμιέρα στο Μπρόντγουεϊ, εκατοντάδες θαυμαστές την περιμένουν να βγει για ένα αυτόγραφο. Ανάμεσά τους ένα 17χρονο κορίτσι, φανερά συγκινημένο που τη συναντά από κοντά, τρέχοντας πίσω από τη λιμουζίνα της, σκοτώνεται.
Αυτό πυροδοτεί μία εσωτερική έκρηξη στην Μιρτλ. Ενα ερώτημα που πρέπει να απαντήσει πριν βγει στο σανίδι της πρεμιέρας. Αξίζει την αγάπη του κόσμου; Το επάγγελμά της είναι συνώνυμο της αγάπης; Κι, ακόμα περισσότερο, αξίζει κάποια να χάσει τα νιάτα της, τη ζωή της για το θέατρο; Μόνο που αυτή η κάποια, στην αγωνιώδη αναζήτησή της, δεν είναι πλέον η νεαρή θαυμάστρια της. Είναι η ίδια. Η Μιρτλ είναι σταρ. Αλλά πλησιάζει τα 50, μόνη, ασυντρόφευτη – χωρίς οικογένεια και παιδιά. Το ταλέντο της είναι ό,τι έχει. Αυτό που κάνει στη σκηνή δεν είναι η καριέρα της, είναι ολόκληρη η ζωή της. Κι αυτό το τελευταίο έργο, αυτός ο τελευταίος ρόλος μοιάζει με τον υπαρξιακό της καθρέφτη. Μία μεσήλικη ηρωίδα που νιώθει «Δεύτερη Γυναίκα», καθώς η πρώτη νιότη έχει περάσει. Η Μιρτλ κλονίζεται, αντιστέκεται, χάνεται. Οχι δεν είναι η ηρωίδα της. Δεν της ταιριάζει αυτός ο ρόλος, δεν έχει ψυχή, δεν έχει φως, δεν έχει ελπίδα. Και η ίδια δεν έχει χρόνο. Η πρεμιέρα πλησιάζει. Και πρέπει να συναντήσει -κάπου- την ηρωίδα της, να βουλώσει το στόμα του εγωπαθούς σκηνοθέτη της, να επιβιώσει του ανταγωνισμού του αλλαζόνα συμπρωταγωνιστή της, να καθησυχάσει τους παραγωγούς, να δικαιώσει τη συγγραφέα του έργου. Να ανέβει στη σκηνή και να κερδίσει την αγάπη του κόσμου.
Ο Τζον Κασαβέτης το 1977, αμέσως μετά το «Μια Γυναίκα Εξομολογείται» και τη «Δολοφονία ενός Κινέζου Πράκτορα Στοιχημάτων», επιστρέφει γράφοντας και σκηνοθετώντας την πιο προσωπική, ειλικρινή, σχεδόν εξομολογητική, ταινία για τη σχέση του καλλιτέχνη με την τέχνη, τον κοινό και τον εαυτό του. Γιατί φυσικά η σπαρακτική αναζήτηση της Μιρτλ δεν αναφέρεται μόνο στο ρόλο της ηθοποιού. Αλλά και στην οδύσσεια του σκηνοθέτη να δημιουργήσει την επόμενη ταινία. Κάτι που δε θα προδώσει το όραμά του, κάτι που θα είναι αληθινό, κάτι που θα αγαπηθεί.
Με το σήμα-κατατεθέν στιλ του (κάμερα στο χέρι, στυλιζαρισμένα πλάνα που μοιάζουν τυχαία, ωμά κοντινά και ένα μοντάζ που σε προσγειώνει στην μέση της σκηνής και σε αφήνει πριν αυτή τελειώσει) ο Κασαβέτης βουτά με το κεφάλι στο παραλήρημα της ηρωίδα του. Την ακολουθεί από άβολα κοντινή απόσταση στην κατάρρευσή της, στην μεθυσμένη απόγνωση, στην τρέλα. Την φτάνει στο χείλος της αποτυχίας. Θα πέσει ή θα το βρει;
Παράλληλα, αυτή η δαιμονισμένη ενέργεια του φακού του καδράρει κάτι περισσότερο από την προετοιμασία ενός θεατρικού. Αποτυπώνει εύστοχα το απόλυτο χάος του. Πνευματικά, ο καλλιτέχνης πρέπει να βουτήξει, χωρίς δίχτυ προστασίας, στο χάος, να σκάψει μέσα του, να αντιμετωπίσει τους δαίμονές του και να βρει τι αληθινό έχει να δώσει. Κυριολεκτικά όμως, αυτή η επώδυνη, αυτιστική του προσέγγιση δημιουργεί κι ένα υπαρκτό χάος σε όλους γύρω του: θυμό στην συγγραφέα (καθώς η Μιρτλ απορρίπτει τις λέξεις της κι αυτοσχεδιάζει, ψάχνοντας), ανασφάλεια στον παραγωγό (που έχει επενδύσει τα χρήματά του πάνω της), τρόμο στους απλούς εργάτες του συνεργείου (που ανάλογα με τα καπρίτσια της θα έχουν ή όχι δουλειά αύριο).
Τοποθετώντας τον -εξαιρετικό όπως πάντα- Μπεν Γκαζάρα ως alter ego του, ο Κασαβέτης δεν παρακολουθεί μόνο τη βασανιστική αναζήτηση της Μιρτλ. Αλλά και το πώς τοποθετείται ο σκηνοθέτης απέναντί της. Για να πάρει αυτά που θέλει από την πρωταγωνίστριά του θα παίξει κι αυτός το ρόλο του: θα την αγαπάει, θα την καταλαβαίνει, θα την πιέζει, θα την φροντίζει, θα την αφήσει να φάει τα μούτρα της στο διάδρομο προς τη σκηνή, θα απαιτήσει -σχεδόν σαδιστικά- να σηκωθεί μόνη της. Θα την εμπιστευθεί. Θα την καμαρώσει.
Αυτός που δε θα την καμαρώσει, είναι ο ανασφαλής συμπρωταγωνιστής της. Κι ο Κασαβέτης ερμηνεύει ο ίδιος το ρόλο, ένα ευφυές εύρημα που μάς κλείνει το μάτι: κι αυτό είναι ένα ακόμα alter ego του. Ο ανταγωνισμός. Να μην ανέχεσαι η σταρ σου να είναι πιο διάσημη από σένα. Να νιώθεις ότι όταν εκείνη λάμπει, εσύ χάνεσαι στη σκιά της. Να της κλείνεις την πόρτα, να της βάζεις τρικλοποδιά, να εύχεσαι να πέσει επί σκηνής.
Ολα όμως καταλήγουν στην Μιρτλ. Στην ανεπανάληπτη Τζίνα Ρόουλαντς. Μία ηθοποιό που θα μπορούσε να συγκριθεί μόνο με τον Μάρλον Μπράντο. Στο πόσο απροσδόκητη, απρόβλεπτη είναι πάντα η σχέση της με το ρόλο. Πόσο ημιάγρια η ενέργειά της. Πόσο καθαρή, ατόφια αλήθεια καταθέτει. «Θα τα καταφέρεις Μιρτλ. Δεν έχω δει ποτέ κάποιον τόσο μεθυσμένο που να μπορεί να περπατήσει όπως εσύ» της λέει ο φροντιστής πριν ανοίξει η αυλαία. Κι αυτό μοιάζει να περιγράφει όσα κάνει η Ρόουλαντς σε όλη την ταινία. Αφήνεται με εμπιστοσύνη στο ένστικτο, στο σώμα της, στους αυτοσχεδιασμούς, στο τραύμα, στο παιχνίδι, στο σκηνοθέτη της. Παραπατά, παραπαίει, αλλά δεν πέφτει ποτέ. Αντίθετα, διασχίζει, με γενναιόδωρη ειλικρίνεια, ανασφάλεια και γενναιότητα το τεντωμένο σχοινί του ταλέντου της. Κλαίει και γελάει στον ίδιο ήχο. Βάζει το κραγιόν της και βγαίνει στη σκηνή.
Κι ο σκηνοθέτης της -Γκαζάρα και Κασαβέτης- την καμαρώνουν με ερωτευμένα μάτια. Και το κοινό την αποθεώνει. Και οι παραγωγοί παίρνουν τα χρήματά τους πίσω. Και η αγωνία της πρεμιέρας, περνά. Η απάντηση όμως παραμένει: είναι όλο αυτό, αγάπη;