Είναι σαφής η φιλοδοξία πίσω από μια ταινία που προφανώς δεν θέλει να υπενθυμίσει σε κανέναν την τραγική πυρκαγιά που κατέστρεψε μέρος της Παναγίας των Παρισίων τον Απρίλιο του 2019, αλλά να αναδείξει την ανθρώπινη προσπάθεια που στάθηκε με δέος απέναντι στο θρησκευτικό και (κυρίως) ιστορικό διακύβευμα. Μια ταινία που θέλει και δεν θέλει (μπορεί και δεν μπορεί) να μοιράσει ευθύνες ανάμεσα σε όσους θα έπρεπε να είχαν προβλέψει την καταστροφή, αλλά σίγουρα και θέλει και μπορεί να ενδυναμώσει το ηθικό Γάλλων και λοιπών καθολικών (και μη) πολιτών αυτού του κόσμου πως, στο τέλος, αξίζει να πιστεύεις στα θαύματα.

Γυρισμένη σαν action movie - σχεδόν σε real time από την ώρα που ξεκινάει η πυρκαγιά μέχρι το σβησιμό της ώρες μετά, με κεκαλυμμένη μείξη (και) πραγματικού υλικού από τις ώρες της καταστροφής, η ταινία του πάλαι πότε σούπερ σταρ σκηνοθέτη των 80s Ζαν-Ζακ Ανό («Το Ονομα του Ρόδου», «Η Αρκούδα») είναι για την Παναγία των Παρισίων ότι ήταν οι «Δίδυμοι Πύργοι» του Ολιβερ Στόυν για την 11η Σεπτεμβρίου. Δηλαδή μια μέτρια ταινία που αναπαράγει όλα τα κλισέ που μπορεί και να μην συνέβησαν ποτέ στην πραγματικότητα, η οποία λόγω της τεχνικής της, αλλά και του ειδικού βάρους που κουβαλάει παρακολουθείται σχεδόν με κομμένη την ανάσα.

Ειδικά στην περίπτωση της Παναγίας των Παρισιών και ελλείψει ανθρώπινων θυμάτων που χρωμάτιζαν έτσι κι αλλιώς με τα πιο μελανά χρώματα την ταινία του Όλιβερ Στόουν, η κινηματογραφική «απόλαυση» απλώνεται στη λεπτομέρεια με την οποία έχει γυριστεί η ταινία του Ζαν-Ζακ Ανό σε ότι έχει να κάνει με την πυρκαγιά. Γυρισμένο σε σκηνικά - ρέπλικες του πιο διάσημου καθεδρικού ναού στον κόσμο και με συστήματα IMAX και Dolby που αποθεώνουν εικόνα και ήχο και προορίζονται για την αίθουσα και όχι για θέαση στο σπίτι, το φιλμ εντυπωσιάζει μέχρι που σε στιγμές υπερβάλλει από τις οπτικές γωνίες που χρησιμοποιεί, την ιλιγγιώδη κίνηση της κάμερας αλλά και από την ευφάνταστη χρήση των αρχιτεκτονημάτων της Παναγίας των Παρισίων.

Στην πιο αγωνιώδη στιγμή της ταινίας, ο Ζαν-Ζακ Ανό χτίζει μια σκηνή σασπένς υψηλής θερμικής αντοχής, όταν ο υπεύθυνος του καθεδρικού προσπαθεί να ξεκλειδώσει το χρηματοκιβώτιο στο οποίο βρίσκεται το ακάνθινο στεφάνι του Χριστού, ενώ πρωταγωνιστές της ιστορίας παραμένουν σε όλη τη διάρκεια οι πυροσβέστες που βρίσκονται στο κέντρο της πύρινης λαίλαπας αλλά και μιας κρατικής ασυνεννοησίας που το σενάριο τολμά να υπογραμμίσει, αλλά όχι και να καταδείξει. Ελλιπώς συντηρημένη, αλλά κυρίως αλώβητη στο μυαλό όλων - ακόμη και αυτών που γνωρίζουν καλύτερα, η Παναγιά των Παρισίων που «δεν μπορεί να καεί», αλλά να που κάηκε, έφερε τον πλανήτη αντιμέτωπο με μια πρωτοφανή εικόνα που μοιράστηκε όσο τίποτα στα κοινωνικά δίκτυα εκείνη την εβδομάδα και τη Γαλλία αντιμέτωπη με έναν ολόκληρο σχεδιασμό που δεν ήταν αρκετός για να σώσει από μόνος του το ναό.

Γι’ αυτό όμως υπάρχει πάντα ο ηρωισμός που κι εδώ αποδείχθηκε σωτήριος - αποκορύφωμα μελοδραματισμού σε μια σειρά από μελοδραματικές αφηγήσεις που μετατρέπουν την ταινία του ανθεκτικού 78χρονου Ζαν-Ζακ Ανό σε κάτι διαρκώς γκροτέσκο που σώζεται τελευταία στιγμή, μια απλοϊκή εκδοχή μιας πολύπλοκης (και συναισθηματικά) επιχείρησης, μια αφήγηση που μένει ανεκδοτολογικά στα γεγονότα προκρίνοντας το «θέαμα» και την εύκολη συγκίνηση απέναντι σε μια ταινία που κανονικά δεν είχε κανένα λόγο - σχεδόν ούτε ιστορικό - να γυριστεί.