Από τη σειρά ταινιών «Αεροδρόμιο» και «Μια Απίθανη Πτήση» μέχρι τους «Επιζήσαντες» του Φρανκ Μάρσαλ, τη «Σχέση Ζωής» του Πίτερ Γουίαρ ή το «Flight» του Ρόμπερτ Ζεμέκις, δεν είναι λίγοι οι τίτλοι που θα συμβουλεύαμε κάποιον «αεροφοβικό», ή αλλιώς πάσχοντα από υπερβολικό φόβο για τις πτήσεις, να αποφύγει. Κι όμως, δε θυμόμαστε κανέναν που θα τού προτείναμε να δει, μήπως και βοηθηθεί να ξεπεράσει τον πανικό του.
Ο Ισλανδός Χάφστιν Γκούναρ Σίγκουρσον, που πριν μερικά χρόνια μας είχε δώσει την διαβρωτική μαύρη κωμωδία «Κάτω από το Δέντρο», είχε εδώ μια διπλή ευκαιρία: αφενός να κάνει την πρώτη στα χρονικά χρήσιμη ταινία για την αεροφοβία, αφετέρου να δουλέψει αισθητικά πάνω σε μια αντίθεση - εκείνη που δημιουργεί το τραγικό (ο άνευ λόγου τρόμος απέναντι σε κάτι σύνηθες έως πεζό) με το κωμικό (οιανεξέλεγκτες επιπτώσεις του τρόμου αυτού στη συμπεριφορά του). Αλλά αποτυγχάνει και στα δύο.
Οχι πως ο μικρόκοσμος από τον οποίο ξεκινά δεν στέκεται: μια δυναμική κτηματομεσίτρια, ένας απόστρατος των Ειδικών Δυνάμεων κι ένας επιτυχημένος προγραμματιστής εφαρμογών, εγγεγραμμένοι όλοι τους σε μια σειρά συνεδριών καταπολέμησης της αεροφοβίας, καλούνται, έχοντας ήδη εξασκηθεί σε προσομοιώσεις, να δοκιμαστούν σε μια κανονική πτήση από το Λονδίνο στο Ρέικιαβικ, παρέα με τον αρχάριο βοηθό εκπαιδευτή τους και την influencer σύντροφο του προγραμματιστή. Το δίωρο ταξίδι, ωστόσο, εν μέσω κακοκαιρίας, επιφυλάσσει δυσάρεστες εκπλήξεις.
Ακόμα πιο άσχημες εκπλήξεις όμως περιμένουν, εμάς πλέον, τους θεατές, στον προορισμό. Το τι κλιμακωτά θα συμβεί στο ισλανδικό ξενοδοχείο spa όπου θα αναγκαστούν να διανυκτερεύσουν οι πέντε ταξιδιώτες, περιμένοντας την επόμενη διαθέσιμη πτήση επιστροφής στο Λονδίνο, δεν το χωράει ο νους. Polyamorous γόηδες, πιλότοι-επιδειξίες, αποτυχημένες κλήσεις σε αγαπημένους, τρελές παρεξηγήσεις, κυνηγητά στους διαδρόμους, ατυχείς αποδράσεις, απίθανα τροχαία…
Κι έτσι, στην πορεία από τα αναγκαία λίγα που γίνονται αχρείαστα πολλά, στην αρχική φοβία που μας απασχολεί θα προστεθούν, εντελώς βεβιασμένα, νέα άγχη και ταραχές. Μόνο και μόνο για να τρέφεται η μπαλαφάρα. Μέσα από τη σύγχυση, μετά βίας ξεχωρίζουν δύο-τρεις γαργαλιστικές ατάκες και η συνεπής (στο πλαίσιο του κακογραμμένου ρόλου) ερμηνεία της Λίντια - «The Crown»- Λέοναρντ, στον αντίποδαεκείνης του βετεράνου Τίμοθι Σπολ, που συνοψίζεται σε μια γκριμάτσα όλη κι όλη.