Ο Νόρμαν Οπενχαϊμερ ξέρει τους πάντες. Αν είχε facebook, θα είχε αγγιξει το όριο των 5.000 «φίλων». Είναι ο άνθρωπός σου αν θέλεις να σε φέρει σε επικοινωνία με το δίκτυο των επιχειρηματιών, πολιτικών, μετόχων, μεγαλοϊερέων - οποιονδήποτε χρειάζεσαι για να κάνεις τη δουλειά σου στο εβραϊκό νεοϋρκέζικο λόμπι. Ο Νόρμαν είναι ο άνθρωπος-κλειδί. Ή έτσι σου πλασάρεται. Φορώντας ως στολή το ακριβό καμηλό παλτό του και τα ακουστικά του iphone με το οποίο μιλάει ασταμάτητα στους δρόμους της Νέας Υόρκης, ο Νόρμαν θα σου δώσει την κάρτα του («Επιχειρήσεις Οπενχαϊμερ») και θα σου συστηθεί ως σύμβουλος. Ο,τι κι αν σημαίνει αυτό. Στην πραγματικότητα τίποτα. Είναι ο κύριος Τίποτα και σου πουλάει κοπανιστό αέρα. Μια μέρα, από ένα γύρισμα της τύχης, γνωρίζει τον Μίσα Εσελ, ένα 40χρονο χαρισματικό Ισραηλινό πολιτικό που επισκέπτεται την Νέα Υόρκη και πέφτει πάνω στον Νόρμαν, «έναν ζεστό, φιλικό Εβραίο» όπως θα τον συστήνει στο μέλλον. Η φιλία τους παραδόξως αποδίδει: ο Εσελ, λίγα χρόνια μετά, εκλέγεται Πρωθυπουργός του Ισραήλ κι ο Νόρμαν, για πρώτη φορά στη ζωή του, «έχει ποντάρει στο σωστό άλογο». Για λίγο ζει το μεγάλο του όνειρο: έχει πραγματική πρόσβαση στην εξουσία. Θα μπορέσει να σταθεί στον δικτυωμένο αυτόν κόσμο ή θα αυτοκαταστραφεί;
Ο Τζόζεφ Σένταρ (που με το αριστουργηματικό «Footnote» το 2011 είχε κερδίσει επάξια το βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ Καννών κι είχε φτάσει στην οσκαρική πεντάδα της ξενόγλωσσης ταινίας) είναι Ισραηλινός σκηνοθέτης που έχει γεννηθεί και περάσει παιδικά χρόνια στην Νέα Υόρκη, προτού η οικογένειά του εδραιωθεί στο Τελ Αβίβ, κι έχει επιστρέψει σε αυτήν για σπουδές και μεταπτυχιακά. Αυτό του δίνει το πλεονέκτημα να γνωρίζει και τους δύο κόσμους (που αντικατοπτρίζονται στους δύο κεντρικούς ήρωες του Ισραηλινού πολιτικού και του Νεοϋορκέζου Εβραίου) και μέσα από ένα σύνθετο σενάριο που ισορροπεί μεταξύ κοφτερού, ανατριχιαστικού ρεαλισμού και μυθικής αλληγορίας, να τους κρίνει εξίσου.
Ο Νόρμαν δεν είναι παρά αυτό που στο θέατρο και τη λογοτεχνία αποκαλείται o «Eβραίος της Αυλής» («court Jew»), ο φιλόδοξος συμβουλάτορας, το «έμπιστο» (;) δεξί χέρι, ο οποίος ρουφά δύναμη από την πραγματική εξουσία για πολύ λίγο, αλλά τελικά θεωρείται επικίνδυνος και θυσιάζεται/προδίδεται από τον Αυτοκράτορά του. Από τον Σαίξπηρ και τον Ντίκενς, μέχρι τον Σολ Μπέλοου και τον Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ (αλλά και τον Μπελ Μπρους και τους αδελφούς Κοέν) οι «Νόρμαν» αυτού του κόσμου είχαν έναν αρχετυπικό ρόλο - μηχανορράφοι και εκμεταλλευτές.
Μόνο που ο Σένταρ δε θέλει να κρίνει (μόνο) αυτούς, όσο τον ίδιο τον κόσμο που τους γεννά και τους τρέφει. Πατώντας τόσο στα εβραϊκά αντισημιτικά στερεότυπα (τα επίθετα που εκτοξεύονται για να περιγράψουν τον Νόρμαν δεν είναι καθόλου τυχαία: «ο Εβραίος που σου ρουφά το αίμα»), όσο και στη διπλή (ειρωνικά) απόδοση της Γης της Επαγγελίας (είναι το Ισραήλ ή η μητροπολιτική Αμερική ο προορισμός και το σύμβολο της επιτυχίας/ευτυχίας;) ο Σένταρ περνά από κόσκινο πολιτικούς, επιχειρηματίες, ραβίνους, αλλά και την αιώνια σκοτεινή και συμφεροντολόγα ισραηλοαμερικανική συμμαχία. Τι διαφορά έχει ένας πολιτικός από έναν «Νόρμαν» άλλωστε; Και οι δύο θέλουν τόσο την αποδοχή του target group τους. Και οι δύο τάζουν ανέφικτα αποτελέσματα. Και οι δύο έχουν φιλοδοξίες. Και οι δύο ζαλίζονται από την υπόσχεση εξουσίας. Και οι δύο δεν μπορούν να επιτύχουν τίποτα. Το Σύστημα είναι ισχυρότερο όλων.
Αυτό που επιτυγχάνει ο Σένταρ είναι να παρουσιάσει τον «αυλικό Εβραίο» και τον «Αυτοκράτορα» του, τον Νόρμαν και τον Εσελ, ξεφεύγοντας από το επιφανειακό κλισέ. Τους εξανθρωπίζει, τους δίνει στιγμές προσωπικής ηθικής. Ο πάντα εξαιρετικός Λίορ Ασκενάζι («Footnone», «Walk on Water», «Late Marriage») επιτυγχάνει ένα γενναιόδωρο πορτρέτο πολιτικού - ακροβατώντας στην επικίνδυνη γραμμή μεταξύ οράματος, αφέλειας, ευκολοπιστίας, ανικανότητας κι ανασφάλειας.
Ο Ρίτσαρντ Γκιρ (επιλέγοντας όλο και πιο κόντρα ρόλους τελευταία) βρίσκεται στην ακμή της καριέρας του με τον Νόρμαν. Ετσι όπως διεξοδικά τον αφουγκράζεται, έτσι αριστοτεχνικά που τον ενσαρκώνει: έχει τόσο ρουφήξει κι ο ίδιος το παραμύθι του, που δεν γνωρίζει τα όρια του ψέμματος και της αλήθειας του. Δεν είναι πονηρός, είναι «καλός κολυμβητής». Δε θέλει να εξαπατήσει κανέναν, ειλικρινά πιστεύει ότι μπορεί να φανεί χρήσιμος, αλλά κοροϊδεύει τους πάντες. Πουλάει αυτοπεποίθηση, αλλά οι πραγματικές στιγμές του είναι απόγνωσης. Ο Νόρμαν έχει καμπούρα, τικ, φόβο στα μάτια. Ο Νόρμαν έχει όνειρα.
Εχει όμως ταυτότητα; Οικογένεια; Σπίτι; Δεύτερη αλλαξιά ρούχα; Οχι. Ο Σένταρ τον έχει να κυκλοφορεί καλοντυμένος (;) στους δρόμους της Νέας Υόρκης, να τρώει κονσέρβες στις εκκλησίες και να πηγαίνει τουαλέτα σε φαστφουντάδικα. Αφαίρεσε του το καμηλό παλτό. Είναι ένας άστεγος. Δεν έχει τίποτα. Κι αυτό γιατί δεν είναι αληθινός. Είναι ένα σύμβολο.
Ο Νόρμαν Οπενχάιμερ μπορεί «να μην ξέρει τους πάντες». Ολοι όμως ξέρουμε έναν Νόρμαν. Norman. Norm (κανόνας) man (άνθρωπος). Ολοι κουβαλάμε μέσα μας κι από έναν. Ετσι όπως προσπαθούμε να επιβιώσουμε μέσα σε κόσμους που προωθούν την εξαπάτηση, την προάγουν, την απαιτούν. Ετσι πλασάρεται/πουλιέται η «επιτυχία», ο πονηρός βαφτίζεται έξυπνος, ο λίγδας έχει τα κονέ, ο κλέφτης στέφεται βασιλιάς. Τόσοι και τόσοι Νόρμαν θριαμβεύουν πουλώντας φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Οι ελάχιστοι που έχουν τη συνείδηση του ήρωά μας και θα κοιταχτούν στον καθρέφτη θα δουν έναν ζητιάνο (στον αλληγορικό κόσμο του Σένταρ θα έχει τη μορφή του Χανκ Αζάρια), έναν κύριο Τίποτα. Αυτοί όμως είναι losers. Οσοι αποφεύγουν τον αντικατοπτρισμό τους, συνεχίζουν ακάθεκτοι.
Μπορεί η πολυσύνθετη αλληγορία που φιλοδοξεί ο Σένταρ να χτίσει να χάνει σε σημεία στη μετάφραση και η κατάληξή της να μη ξεφεύγει από το μελόδραμα. Ομως οι πολυεπίπεδες αναγνώσεις της, η ευφυής της πολιτική τοποθέτηση και οι ερμηνείες της αξίζουν την προσοχή σας. Οπως κι ο ίδιος ο Ρίτσαρντ Γκιρ, ο οποίος μοιάζει να έχει χάσει την καριέρα του, και να έχει βρει τον πραγματικό εαυτό του.