Το βλέμμα του Βαγγέλη Καλαμπάκα είναι διαυγές και ευθύ όπου πρέπει και διακριτικό όταν οφείλει. Ισως γι΄αυτό και το ημερολόγιο της ζωής στο χριστιανικό ορφανοτροφείο στην Αντίς Αμπέμπα δεν παύει στιγμή να είναι αποκαλυπτικό, χαριτωμένο, σε στιγμές συγκινητικό, αλλά και σκληρό – ένα κομμάτι ζωής από μια όχι και τόσο μακρινή ήπειρο που δεν θα γνώριζες ποτέ αν κάποιος δεν βρισκόταν εκεί, ανάμεσα στα παιδιά και τις «μαμάδες» τους, όπως φωνάζουν τα παιδιά τις γυναίκες που τα φροντίζουν.
Είναι προφανές πως η «λευκή» κάμερα – εισβολέας (ο Καλαμπάκας έμεινε για τρεις εβδομάδες μέσα στο ορφανοτροφείο, εργαζόμενος ως εθελοντής) τραβάει τα βλέμματα, επηρεάζει τις ισορροπίες, άθελά της υπογραμμίζει τα μικρά ή μεγάλα γεγονότα, «κλέβει» και με το έτσι θέλω στιγμές αμηχανίας ή και απόλυτης αλήθειας.
Ενα μάθημα αγγλικών που καταλήγει σε παιχνίδι, μια εκστατική κατήχηση που μετατρέπεται ταυτόχρονα σε κάτι λυτρωτικό αλλά και αμφίσημο, ο ξένος που πετάει καραμέλες στα παιδιά σε μια πραγματικά αμήχανη - εικόνα που ξεδιπλώνει με τραχύτητα το μερίδιο ευθύνης της Δύσης (και με την απουσία της αλλά κυρίως με την παρουσία της), η έκδηλη μελαγχολία των μεγαλύτερων παιδιών που παρέμειναν εκεί μετατρέποντας το ορφανοτροφείο στο μοναδικό και πραγματικό τους σπίτι.
Η ζωή σε αυτό το κομμάτι της Αιθιοπίας που βρισκόμαστε και εμείς ως θεατές για περίπου μία ώρα δεν σταματά ποτέ. Οι παιδικές φωνές αντηχούν από παντού, μαζί τους και μια κανονικότητα που δεν είναι καθόλου επίπλαστη, καθώς ωστόσο οι ερωτήσεις για το ποιο είναι το μέλλον αυτών των παιδιών αρχίζουν να πληθαίνουν στο μυαλό σου.
Οι σκόρπιες εικόνες του «Ο Θεός Δεν Μοιράζει Καραμέλες» δεν ολοκληρώνουν ηθελημένα καμία τεκμηρίωση, παραμένοντας αυθεντικά κομμάτια μιας συνηθισμένης ημέρας σε ένα όχι συνηθισμένο μέρος στον κόσμο. Δεν απαντάνε όμως και σε καμία ερώτηση.
Η υπερβολική προσπάθεια του Καλαμπάκα να μην αναρωτηθεί περισσότερο για τη θέση της θρησκείας μέσα στις δομές του ορφανοτροφείου (που είναι και το πραγματικά πιο ενδιαφέρον κομμάτι του ντοκιμαντέρ του) και η αγωνία του να σταθεί αντάξιος αυτών των γεμάτων προσδοκία και ζωντάνια παιδικών βλεμμάτων, του στερεί τη διεισδυτικότητα εκείνη που θα έκανε το όλο εγχείρημα ένα πραγματικά αποκαλυπτικό ημερολόγιο μιας ιδιότυπης κοινωνίας εν τη γενέσει της. Και εμάς – τους «ξένους», λευκούς, δυτικούς - πραγματικούς τρόφιμους, αντιμέτωπους τουλάχιστον για όση ώρα διαρκεί το φιλμ με μια αφυπνιστική εμπειρία πολύτιμης «κοινωνικής» ενηλικίωσης.