Αφιέρωμα και προσπάθεια γνωριμίας μαζί, πορτρέτο και καταγραφή της σύνθεσης ενός πορτρέτου μαζί, αρχειακή έρευνα και διάσωση σπάνιων ντοκουμέντων μαζί, ντοκιμαντέρ για ένα ποιητή ή για την ποίηση μαζί, το «Νίκος Καρούζος: Ο Δρόμος για το Εαρ» είναι ένα υβρίδιο που, παρά τις πολλαπλές αναγνώσεις του, παραμένει προσηλωμένο στον ήρωά του. Ο πιο σημαντικός πειραματισμός του - απόλυτα πετυχημένος από την αρχή μέχρι και το τέλος - είναι ότι ο ήρωας του είναι μαζί ο ποιητής Νίκος Καρούζος αλλά και ένας άνθρωπος της διπλανής πόρτας, συχνά και οι δύο παρεξηγημένοι από τους συγχρόνους τους, και οι δύο μέρος της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, και οι δύο συναρπαστικοί πρωταγωνιστές μιας διαδρομής αναπάντεχης, εμμονικής, τραγικής, ζωντανής, καθοριστικής για τους ίδιους και όσους βρέθηκαν δίπλα τους.

Ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, ο Νίκος Καρούζος γεννήθηκε στο Ναύπλιο το 1926 από αριστερό πατέρα δάσκαλο, στρατευμένο στο ΕΑΜ και μητέρα κόρη ιερωμένου, δύο αντι-θέσεις που καθόρισαν τη νεανική ζωή του αλλά και το ποιητικό του έργο, σε συνδυασμό με μια άσβεστη λατρεία για τη γνώση, το διάβασμα και τη διεθνή κουλτούρα, ενσωματωμένη αυτούσια αλλά και με κρυφές αναφορές στους στίχους του. Στη διάρκεια των γυμνασιακών του χρόνων έδρασε μέσα από τις τάξεις της ΕΠΟΝ και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου εξορίστηκε στην Ικαρία. Το 1951 κλήθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στη Μακρόνησο, απ’ όπου και πήρε απολυτήριο το 1953 ύστερα από νευρικό κλονισμό. Χρόνια αργότερα θα αποκήρυττε τον Μαρξισμό, αλλά θα συνέχιζε να ζει ασκητικά, «κομμουνιστικά» με την πρωταρχική έννοια της λέξης, μακριά από ιδιοκτησίες και ατομικά «θέλω».

Είχε ξεκινήσει να δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα ήδη από τα μισά του 1940, προδίδοντας με τεχνική ώριμου ποιητή το διακριτό λακωνικό, «μοντέρνο» του στιλ, αλλά και την ικανότητά του να αγγίζει το μεταφυσικό ταυτόχρονα μέσα από μια βαθιά θρησκευτικότητα αλλά και το βλέμμα στραμμένο στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Υπαρξιστής, ίσως περισσότερο λάτρης της ζωής απ’ όσο κατέληξε να καταχωριστεί στις λίστες των ελληνικών γραμμάτων, παρεξηγήθηκε (αλλά και επιβεβαίωσε) ως αλκοολικός και οξύθυμος, δύσκολος άνθρωπος, με ένα διαρκές παράπονο για την αναγνώρισή του από το ελληνικό κράτος, ο Καρούζος άγγιξε μέχρι και το βραβείο Νόμπελ με σειρά ποιημάτων του να κυκλοφορούν με επιτυχία στα σουηδικά, αλλά πέθανε τελικά με δελτίο απορίας έχοντας τιμηθεί από την Πολιτεία με τιμητική σύνταξη που αναλογούσε στους λογοτέχνες β’ κατηγορίας την οποία και αρνήθηκε.

Ολες αυτές οι αντιθέσεις και οι επιστρώσεις της ζωής και της ψυχολογίας του Καρούζου δίνουν τον τόνο στο ντοκιμαντέρ του Γιάννη Καρπούζη που με τη μορφή ενός ψηφιδωτού προσπαθεί να συνθέσει τη βιογραφία του ποιητή και μαζί ενός ανθρώπου που διέσχισε τη μεταπολεμική Ελλάδα, ζώντας σχεδόν σωματικά κάθε μικρή η μεγάλη στιγμή της, πολιτικά και κοινωνικά.

Το εύρημα είναι ο ρόλος του Δημήτρη Καταλειφού, που λειτουργεί όχι μόνο ως «ο ερευνητής» που προσπαθεί μέσα από ένα υλικό γραμμένο σε κασέτες να ανασυνθέσει την ιστορία του Νίκου Καρούζου αλλά και ως ο ίδιος ο Καρούζος καθώς αφηγείται την ιστορία του, τα ποιήματά του, τις σκέψεις του, αναζητώντας την αλήθεια, μπαινοβγαίνοντας από έναν χαρακτήρα, αλλά παραμένοντας πάντα το κέντρο γύρω από το οποίο στρέφονται όλα.

Τα θραύσματα που αποτελούν το ντοκιμαντέρ του Γιάννη Καρπούζη είναι άλλοτε πλήρη βιογραφικών στοιχείων και πληροφοριών, ολόκληρα ποιήματα, εικόνες από τα μέρη που καθόρισαν τον Καρούζο, εικόνες του χθες και του σήμερα, συνεντεύξεις ανθρώπων που τον γνώρισαν, τον αγάπησαν, τον κατάλαβαν, άλλοτε μικρότερα κομμάτια, ντοκουμέντα, λέξεις και μεμονωμένοι στίχοι που φαινομενικά δεν κολλάνε στη μεγάλη εικόνα, αλλά που δίνουν το σύνθημα στο θυμικό του θεατή να προσπαθήσει κι ο ίδιος να φτιάξει το πορτρέτο ενός ανθρώπου που από τη διπλανή πόρτα μεταφέρεται στο πάνθεον των αθανάτων και επιστρέφει ξανά στο υπόγειο της οδός Σούτσου όπου επέλεξε να μείνει στο τέλος της ζωής του. Γραφικός ή απλώς ο εαυτός του.

Ολα μαζί τα κομμάτια αυτά γίνονται ο οδηγός μιας (χρονολογικής) αφήγησης που ξεκινάει από τη γέννηση του Καρούζου μέχρι το θάνατό του και η οποία πετυχαίνει στο μεγαλύτερο βαθμό να προσομοιάσει την μελαγχολική και δωρική - αργότερα πιο αναλυτική - ποίηση του ήρωά της, σε μια διαδρομή που μιλάει στο θεατή και υπαρξιακά και ιστορικά. Υπάρχουν στάσεις που δεν λειτουργούν, επαναλήψεις που κλέβουν από άλλα κομμάτια που δεν βρήκαν χώρο στην αφήγηση (προφανώς ηθελημένη αλλά και όχι πάντα κατανοητή η τόση απουσία του ίδιου του ήρωα να μιλάει), μια εμμονή στην ατμόσφαιρα που βοηθάει στην ροή της «έρευνας» αλλά όχι πάντα και στη διαύγεια της τεκμηρίωσης, μια ιδεολογική επίστρωση πιο έντονη ακόμη κι από την ίδια την ποίηση του Καρούζου.

Ενα σε κάθε περίπτωση φιλόδοξο, ριψοκίνδυνο και ατελές εγχείρημα, φτιαγμένο όμως με περισσή φροντίδα και τεχνική που συστήνει τον Νίκο Καρούζο αλλά κυρίως τον άνθρωπο που ήταν ο Νίκος Καρούζος, υβριδικό ίσως τελικά επειδή γίνεται και το ίδιο μέρος της Ιστορίας που αναζητά να αφηγηθεί, ανοίγοντας την εικόνα σε ένα τοπίο όπου ο καθένας μπορεί να βρει κάτι από το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον - και για να τιμήσουμε έναν στίχο κλειδί όλου του έργου του Νϊκου Καρούζου από τον «Ρομαντικό Επίλογο» του 1969 - και τον υπερσυντέλικό του.