Είναι ενδιαφέρον να σκεφτεί κανείς ότι εάν η νέα ταινία του Γούορικ Θόρντον («Samson and Delilah», «Sweet Country»), ήταν μόνο μια σειρά από τα υπέροχα καδραρίσματα και ονειρικά φωτισμένα τοπία τής αυστραλιανής ερήμου, μαζί με τη μουσική των Νικ Κέιβ και Γουόρεν Ελις, χωρίς την πλοκή της, θ' απέδιδε τα ίδια ακριβώς μηνύματα που κάνει η ολοκληρωμένη ταινία (μειωμένη, πλέον και εύστοχα, κατά 20 λεπτά από τη βερσιόν της πρεμιέρας της στις Κάννες). Ο,τι προστίθεται είναι ελαφρώς φλύαρο, υπόνοιες πραγμάτων που δεν εκδηλώνονται, μεταφυσικό δράμα, κοινωνικό κατηγορώ και λίγο camp μαζί, όμως με μια τρυφερότητα, ομορφιά και κατανόηση που κάνουν την ταινία πιο αξιαγάπητη απ' ό,τι αξιοθαύμαστη.
Σε μια απομονωμένη, ξεχασμένη, σπαρμένη μόνο από ανθρώπινο χέρι, περιοχή της Αυστραλίας, ακριβώς μετά τον Β' Παγκόσμιο, η Αδελφή Αϊλίν διοικεί ένα ορφανοτροφείο για εγκαταλελειμμένα αγόρια, κυρίως μικρούς Αβορίγινες που το έχουν σκάσει από τα χωριά τους ή έχουν βρεθεί μόνα στην έρημο, «χαμένα παιδιά». Τελευταία άφιξη το «νέο αγόρι» που δεν θ' αποκτήσει όνομα παρά με την καταχρηστική Καθολική βάπτισή του, ένα αγρίμι με θεραπευτικές ικανότητες και μια ανεξήγητη εγγύτητα με το ξύλινο γλυπτό του Εσταυρωμένου που η Αδελφή φυλά ως θησαυρό. Η Αϊλίν θα προσπαθήσει να το τιθασεύσει και να το εκχριστιανίσει, όμως το ένστικτο του ιθαγενούς παραμένει πιο δυνατό από κάθε δυτική θρησκεία.
Ο Θόρντον, Αβορίγινας κι ο ίδιος, αφηγείται μια (πολυ-ιδωμένη) ιστορία για την επιβολή της δυτικής κοσμοθεωρίας στους ιθαγενείς Αυστραλούς, για τα παιδιά που χάθηκαν αφότου βρέθηκαν από τους εποίκους τους, όμως χωρίς ακρότητες, χωρίς βία, αντιμετωπίζοντας την κάθε «πλευρά», αυτή του σοφού αγοριού κι αυτή της παθιασμένης καλόγριας, με την ίδια κατανόηση και στοργή. Μια σειρά από «λυρικά» slow motion καθυστερούν το ρυθμό του φιλμ, η Κέιτ Μπλάνσετ δείχνει μόνο σπίθες παράνοιας και σύγχυσης, προσεγγίζοντας την Ντέμπορα Καρ (ενίοτε και την Καθλίν Μπάιρον) του «Μαύρου Νάρκισσου», ενώ τα παιδιά που αποτελούν το βασικό καστ, μαζί και ο πρωταγωνιστής Ασουαν Ριντ, παίζουν ερασιτεχνικά, βάζοντας τακτικά τρικλοποδιά στο δράμα.
Παρόλ' αυτά κι όσο προφανής κι αν είναι η αλληγορία του Θόρντον, για τον φόβο του «ξένου», για τον απρόσμενο «εκλεκτό» που δεν είναι πια ο Χριστός, η ταινία ξετυλίγεται με ζεστασιά και νοιάξιμο, καταδεικνύοντας όσα γίνονται και έγιναν στο... όνομά Του, αναδεικνύοντας το σύνδεσμο των ιθαγενών με τη φύση και το παραπέρα σύμπαν του νου, καταλήγοντας σε μια καλοδεχούμενη κάθαρση.