Η Βι είναι μια απλή επιμελής μαθήτρια Λυκείου που ζει στο περιθώριο και στη σκιά της πληθωρικής κολλητής της, Σίντνεϊ. Ολα αυτά μέχρι την ημέρα που θα ανακαλύψει το διαδικτυακό reality παιχνίδι NERVE. Ενα παιχνίδι που σε προκαλεί να επιλέξεις: είσαι παίκτης ή θεατής; Εκείνη αποφασίζει να γίνει Παίκτης, κάτι που αρχικά μοιάζει πολύ διασκεδαστικό και αβλαβές. Η αδρεναλίνη εκτοξεύεται στα ύψη και το παιχνίδι όσο προχωράει γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο, μέχρι που αρχίζει να παίρνει άσχημη τροπή. Η Βι και ο συμπαίκτης της, Ιαν, έχουν έναν και μοναδικό τρόπο να ξεφύγουν: να κερδίσουν.
Κάπου ανάμεσα στη μαζική υστερία παιχνιδιών όπως το Pokemon Go και στον εθισμό των social media, όπου η ανάγκη για αποδοχή μετατρέπεται εύκολα σε εμμονή, οι σκηνοθέτες των «Paranormal Activity 3 & 4» (αλλά και του ντοκιμαντέρ «Catfish») εμπνέονται από τους κινδύνους της νέας ψηφιακής εποχής για να κατασκευάσουν ένα φιλμ που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο αποτελεί προϊόν των καιρών μας. Με επιρροές που ξεκινούν από το δυστοπικό σαφάρι της σειράς ταινιών «The Purge» για να φτάσει σε ένα εναλλακτικό «Hunger Games», το «Θάρρος ή Αλήθεια» μοιάζει με μια νευρώδη όσο και επιδερμική συλλογή της ποπ κουλτούρας του τώρα, προσθέτοντας στοιχεία ακόμα κι από πρόσκαιρες μόδες όπως η μάστιγα των ριψοκίνδυνων selfies που στέλνει ουκ ολίγους εφήβους σε δυσπρόσιτα σημεία μόνο και μόνο για ένα ιλιγγιώδες ενσταντανέ, όπου και το παραμικρό παραστράτημα μπορεί να οδηγήσει στο θάνατο.
Οσο επίκαιρο κι αν είναι όμως το πεδίο των αναφορών τους, οι σκηνοθέτες Χένρι Τζουστ και Αριελ Σούλμαν το υποβιβάζουν αναπόφευκτα στο επίπεδο ενός παραδοσιακού εφηβικού θρίλερ / τρόμου, όταν αντλούν τα στερεότυπα των πρωταγωνιστών τους από την ίδια επαναλαμβανόμενη πινακοθήκη χαρακτήρων της μετά-«Scream» εποχής.
Η απαρατήρητη αλλά συμπαθής ηρωίδα, ο nerdy κολλητός που μπορεί και να είναι ερωτευμένος μαζί της, η σέξι αλλά ανασφαλής φιλενάδα και ο μυστηριώδης αλλά γοητευτικός άγνωστος μοιάζουν με απομεινάρια μιας άλλης, (ξε)περασμένης εποχής νεανικού κινηματογραφικού τρόμου, υπερβολικά παλιομοδίτικοι για μια ταινία που φιλοδοξεί να δώσει ένα σύγχρονο στίγμα. Καθώς οι χαρακτήρες παρασύρονται όλο και πιο βαθιά στο παιχνίδι, εγκλωβισμένοι από τη μία στις εθιστικές ενέσεις αδρεναλίνης που προσφέρει κι από την άλλη στις παγίδες που κρύβουν οι μηχανισμοί του, αναμενόμενα φιλίες θα δοκιμαστούν, ζωές και likes θα βρεθούν σε κίνδυνο, και ένα εκκολαπτόμενο ειδύλλιο θα ανθίσει και θα δοκιμαστεί από τη μια στιγμή στην άλλη.
Εκεί που οι δημιουργοί της ταινίας κάνουν τη διαφορά είναι στην υιοθέτηση μιας ταιριαστά φλασάτης σκηνοθεσίας, εντυπωσιακής και ενίοτε ενοχλητικής, όσο και ο ψηφιακός κόσμος που περιγράφουν. Καταφέρνουν, όμως, να ξεπεράσουν δημιουργικά το ομολογουμένως παντελώς αντι-κινηματογραφικό μοτίβο των εικόνων που περνούν από τις smartphone οθόνες των ηρώων, επιλέγοντας αντί για τη βαρετή κινηματογράφησή τους να εισάγουν με έξυπνο τρόπο στοιχεία όπως τα avatar και τα chatrooms του παιχνιδιού μέσα στα πλάνα της νυχτερινής Νέας Υόρκης ή υπερτονίζοντας με έναν σχεδόν αφύσικα φανταχτερό τρόπο τις νέον λεπτομέρειές της.
Αν όμως κατ’ αυτόν τον τρόπο η ταινία θα μπορούσε κάλλιστα να λειτουργήσει ως ένα μπιτάτο νεανικό θρίλερ με ελκυστικούς πρωταγωνιστές και καταιγιστική σκηνοθεσία που πιάνει τον παλμό της εποχής του χωρίς πολλές απαιτήσεις, η απόφαση των δημιουργών του να το ανυψώσουν σε μια βεβιασμένη αλληγορία δυναμιτίζει ακόμα κι αυτές τις μετριοπαθείς φιλοδοξίες του, καταλήγοντας σε ένα αφόρητα διδακτικό και αφελές φινάλε-κοινωνικό κατηγορώ, για την εγκληματική συμμετοχή και συνενοχή του θεατή-ηθικού αυτουργού σε μια σύγχρονη, εικονική ρωμαϊκή αρένα.