To 2017 o Κριστιάν Καριόν, της φήμης του «Καλά Χριστούγεννα» που εν έτει 2005 είχε κάνει μεγάλη επιτυχία και είχε φτάσει μέχρι το Οσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινία, γύρισε την έκτη του ταινία, το «Ο Γιος Μου», ένα θρίλερ απαγωγής με πρωταγωνιστές τον Γκιγιόμ Κανέ και τη Μελανί Λοράν, παίζοντας ελαφρά με τους κανόνες του παραδοσιακής κινηματογραφικής παραγωγής, αφού γύρισε την ταινία σε ελάχιστο χρόνο και άφησε σκόπιμα τον πρωταγωνιστή του σε σεναριακή άγνοια προκειμένου να μην γνωρίζει ακριβώς τι ακολουθεί σε αυτή το νήμα που οδηγεί στη λύση του μυστηρίου πίσω από την εξαφάνιση του παιδιού του.

Flash forward στο 2020 και ο Κριστιάν Καριόν γυρίζει την ίδια ακριβώς ταινία στο αγγλόφωνο ντεμπούτο του, διατηρώντας αυτούσια σχεδόν όλα τα στοιχεία της πρώτης ταινίας με πρωταγωνιστές αυτή τη φορά τον Τζέιμς ΜακΑβόι και την Κλερ Φόι και την ίδια ιδιαιτερότητα στη σκηνοθετική κατεύθυνση του πρωταγωνιστή του - ο οποίος ας θεωρήσουμε ότι δεν είχε ιδέα για την ταινία του 2017 και δεν έτυχε να τη δει ώστε να γνωρίζει το φινάλε ή τις ανατροπές στην πλοκή.

Η πλοκή είναι η ίδια και στις δύο ταινίες, με την ορεινή ανατολική Γαλλία να έχει εδώ αντικατασταθεί από τα Χάιλαντς της Σκοτίας. Μετά από ένα αγωνιώδες μήνυμα στον τηλεφωνητή από την πρώην σύζυγό του, ο Εντμοντ καταφθάνει στο δυσοίωνα χιονισμένο και σκοτεινό τοπίο των Χάιλαντς για να μάθει ότι ο επτάχρονος γιος του έχει εξαφανιστεί. Η απαγωγή μοιάζει με την πιο πιθανή έκδοχή. Οι δράστες είναι (φυσικά) άγνωστοι, το ίδιο και τα κίνητρά τους, ενώ η αστυνομία δεν μπορεί να προσφέρει παρά ελάχιστη βοήθεια, καθώς δεν υπάρχουν στοιχεία που να οδηγούν στην εξιχνίαση του εγκλήματος. Μόνος απέναντι στις ενοχές του για την παραμέληση της οικογένειάς του μπροστά σε μια διεθνή καριέρα ως γεωλόγος σε διάφορα σημεία του πλανήτη κι αντιμέτωπος με ένα χρόνο που κυλά απελπιστικά αντίστροφα, όσο δεν υπάρχει καμία εξέλιξη, ο Εντμοντ θα φτάσει στο όρια της παράνοιας, υποπτευόμενος τους πάντες, ακόμα και τον σύντροφο της πρώην γυναίκας του, τον οποίο ξυλοκοπεί, αλλά μέχρι και τον ίδιο του τον εαυτό. Οταν ανακαλύψει τυχαία ένα στοιχείο παρακολουθώντας παλιότερες ευτυχισμένες στιγμές του γιου του σε βίντεο, θα αποφασίσει να αναλάβει μόνος του δράση.

Χωρισμένη σε δύο μέρη η ταινία εξετάζει στο πρώτο (και πιο ενδιαφέρον) μέρος την κατάρρευση ενός πατέρα που ανακαλύπτει πως η εξαφάνιση του γιου του δεν είναι το μοναδικό πράγμα που δεν ξέρει για το παιδί του, καθώς η νέα ζωή της πρώην συζύγου του τον οδηγεί σε παραλογισμούς και σε μια κατάσταση που δεν θα αργήσει να μεταλλαχθεί σε «μόνος εναντίον όλων». Στο δεύτερο και πιο αδύναμο μέρος, ο Εντμοντ θα αποφασίσει να αγνοήσει την αστυνομία και τον κίνδυνο και θα βυθιστεί σε μια αποστολή που δεν μπορεί παρά να έχει ένα και μόνο σκοπό: να βρει το γιο του και να εξιλεωθεί για τα χρόνια που βρισκόταν μακριά. Όχι τόσο αρμονικά δεμένα, τα δύο μέρη, ενοποιούνται από την ατμόσφαιρα που δημιουργεί η υποβλητική φωτογραφία του Ερίκ Ντιμόν (εντυπωσιακή και εδώ όπως και στην πρώτη ταινία) και από την ερμηνεία του Τζέιμς ΜακΑβόι που, όπως ο (ελαφρώς καλύτερος στον ίδιο ρόλο) Γκιγιόμ Κανέ, έπαιξε χωρίς να γνωρίζει τις σκηνές που ακολουθούσαν στο σενάριο σε σχέση με την εξιχνίαση της εξαφάνισης του ανηλίκου παιδιού.

Περισσότερο κόλπο του marketing παρά ουσιώδης λεπτομέρεια που ενισχύει ή αποδυναμώνει την καλή ερμηνεία του Τζέιμς ΜακΑβόι, η «σεναριακή» άγνοια του ηθοποιού δεν είναι κάτι που ο θεατής μπορεί να καταλάβει. Σε αντίθεση με το προφανές πως εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε μια ταινία που διαθέτει και σκηνοθετική άποψη και ερμηνείες και ατμόσφαιρα που θα μπορούσε να υποστηρίξει ένα αγωνιώδες θρίλερ απαγωγής, αλλά προδίδεται από την σεναριακή λύση που, ειδικά μετά από σειρά ανατροπών, ισοπεδώνει το σασπένς και κυρίως από την συνολική έλλειψη ρυθμού και έντασης που ολοκληρώνει βραδυφλεγώς μια ταινία - υπόσχεση σε μια μάλλον χιλιοειδωμένη ταινία… για όλη την οικογένεια.