Ενας από τους πρωτεργάτες και πιο πιστούς υπηρέτες του σύγχρονου ισπανικού τρόμου, ο Ζάουμε Μπαλαγκερό υπήρξε ο (συν)δημιουργός του εξαιρετικά δημοφιλούς «[Rec]», το οποίο αποτέλεσε μια από τις πιο επιτυχημένες found footage ταινίες του είδους, αξιοποιώντας άκρως λειτουργικά ένα εύρημα που κουράστηκε πολύ γρήγορα. Κι αν οι προσπάθειές του δεν ήταν από τότε πάντοτε εξίσου αποτελεσματικές, οφείλει να του αναγνωρίσει κανείς ότι δεν αρκέστηκε στις δάφνες του συγκεκριμένου, προσοδοφόρου franchise αλλά προσπάθησε τουλάχιστον να δοκιμάσει διαφορετικούς τρόπους για να προκαλέσει στο κοινό τις πολυπόθητες ανατριχίλες.
Μετά τον πιο προσγειωμένο «Θυρωρό», ο Μπαλαγκερό επιστρέφει στον μεταφυσικό τρόμο με μία αν μη τι άλλο ευπρόσδεκτη προσπάθεια να δημιουργήσει μια πρωτότυπη μυθολογία φρίκης, εμπνευσμένη από τις μυστηριώδεις φιγούρες που τόσοι και τόσοι καλλιτέχνες επικαλέστηκαν ως πηγή της έμπνευσής τους – μόνο που η δική του, αιμοσταγής εκδοχή για τις περίφημες Μούσες δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την αρχαιοελληνική μυθολογία και από την κλασική απεικόνισή τους.
Βασισμένη στο best seller του Χοσέ Κάρλος Σομόθα, «Η Γυναίκα με το Νούμερο 13», η «Μούσα» αποτελεί ακόμα μία αγγλόφωνη απόπειρα του Ισπανού σκηνοθέτη, με φόντο αυτή τη φορά το Δουβλίνο. Ηρωάς της είναι ο Σάμουελ Σάλομον, ένας καθηγητής πανεπιστημίου που παλεύει με την κατάθλιψη και την απομόνωση έπειτα από την απρόσμενη αυτοκτονία φοιτήτριάς του με την οποία διατηρούσε κρυφά ερωτική σχέση. Εναν χρόνο μετά την τραγωδία, υποφέρει από έναν επαναλαμβανόμενο εφιάλτη στον οποίο μια άγνωστή του γυναίκα δολοφονείται βάναυσα σε μια αλλόκοτη τελετή. Οταν η γυναίκα αυτή βρίσκεται νεκρή και στην πραγματικότητα, ο Σάμουελ θα αναζητήσει απάντηση στο μυστήριο και θα επισκεφθεί τον τόπο του εγκλήματος, όπου θα συναντήσει τη Ρέιτσελ, μια νεαρή γυναίκα που βασανίζεται από τους ίδιους προφητικούς εφιάλτες.
Αυτή είναι μόνο η αρχή ενός δαιδαλώδους όσο και εξωφρενικού σεναρίου που ενδεχομένως να έμοιαζε πιο πειστικό στο χαρτί απ’ ότι στο πανί. Παρά τις μεταφυσικές και μυθολογικές επιρροές, ωστόσο, ο Μπαλαγκέρο σκηνοθετεί τα τεκταινόμενα σαν να επρόκειτο για ένα αστυνομικό θρίλερ μυστηρίου παρά για μια καθαρόαιμη δημιουργία του φανταστικού, οδηγώντας σε ένα επιβλητικό αλλά μάλλον σχιζοφρενικό αποτέλεσμα. Η παράπλευρη, όσο και παράταιρη, ιστορία της Ρέιτσελ, μιας ανατολικοευρωπαίας ανύπαντρης μητέρας, μπλεγμένης σε σκοτεινά κυκλώματα πορνείας, έχει όλα τα κλισέ ενός ανθυποφεστιβαλικού «βρώμικου» δράματος, τα κίνητρα των διαβολικών θηλυκών μορφών που τους καταδιώκουν παραμένουν συγκεχυμένα, πότε αναζητώντας αινιγματικά αρχαία κειμήλια και πότε εκδίκηση για εξίσου ασαφείς λόγους, ενώ οι λιγοστές, σαδιστικές –αν και παραμένουν κυρίως εκτός πλάνου– σκηνές θανάτου μοιάζουν να έχουν ξεπηδήσει από κάποια δευτεροκλασάτη αντιγραφή του «Seven».
Μέσα σε αυτήν την αλλοπρόσαλλη αφήγηση που φαντάζει άλλοτε υπερβολικά κρυπτική και άλλοτε στεγνά επεξηγηματική, καθώς μοιάζει να ξεστομίζεται από τους χαρακτήρες απλά και μόνο για να προχωρήσει η πλοκή, ο Μπαλαγκερό αποδεικνύεται επαρκής στη δημιουργία ατμόσφαιρας αλλά όχι και ενός συνεκτικού ιστού που θα δώσει νόημα στα όσα συμβαίνουν. Δεν μπορεί παρά να φανταστεί κανείς τι θα μπορούσε να έχει κάνει με μια τέτοια ιστορία ένας σκηνοθέτης όπως ο Ντάριο Αρτζέντο του παλιού καλού καιρού, ο οποίος μπορεί μεν να αντιμετώπιζε σφυρίζοντας αδιάφορα τις επιπλοκές του σεναρίου αλλά θα τολμούσε να απογειώσει στιλιστικά το φιλμ με εξεζητημένες αισθητικές επιλογές αντάξιες μιας τόσο εξωπραγματικής ιδέας.