Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και οι οικονομικές, κυρίως, συνέπειές του οδήγησαν πολλές αναπτυσσόμενες χώρες της Ευρώπης στην απώλεια χιλιάδων ανθρώπων του πληθυσμού τους σε μετακινήσεις στα χρόνια του ’60 και του ’70. Μαζί και την μετεμφυλιακή Ελλάδα, που είδε οικογένειες να εγκαταλείπουν την πάτρια γη σε αναζήτηση καλύτερης τύχης σε ολόκληρο τον πλανήτη, σε μέρη που υπόσχονταν ευημερία στο απανταχού εργατικό δυναμικό που θα συνεισέφερε στην επιτάχυνση της λειτουργίας των βιομηχανικών γραναζιών τους.
Στην Ευρώπη, πρωταγωνίστρια σε αυτή την προσφορά ήταν η Γερμανία. Και στο ντοκιμαντέρ της Κωστούλας Τωμαδάκη, τον πρώτο ρόλο στους Ελληνες που τη δέχτηκαν παίρνουν οι γυναίκες, χωρίς στον ήλιο μοίρα και από φτωχικές αγροτικές περιοχές της Βορείου Ελλάδας οι περισσότερες. Το φιλμ ρίχνει φως στις αφανείς ηρωίδες χρησιμοποιώντας σαν βάση τις δικές τους αφηγήσεις, τις δυσκολίες να προσαρμοστούν σε μια καθημερινότητα - κλίμα, γλώσσα, νοοτροπία - πέρα από την μέχρι τότε φαντασία τους και να διαχειριστούν τον πολλαπλό ρόλο τους ως μητέρες, σύζυγοι, εργάτριες και όσο το δυνατόν πιο συνεπείς συντηρήτριες της οικογενειακής τους συνοχής και πολιτισμικής τους ταυτότητας.
On camera εξομολογήσεις και ομιλούντα κεφάλια αντιπαραβάλλονται με αρχειακό υλικό, δημόσιο ή ιδιωτικό, ενώ στην αφήγηση εντάσσονται από ένα σημείο και πέρα και οι κόρες των μεταναστριών πρώτης γενιάς, με τις θύμησές τους από τη σκληρή πάλη των μητέρων τους να τις «ανδρώσουν» ανάμεσα σε δύο πατρίδες, δύο γλώσσες, δύο εκπαιδευτικά συστήματα. Είναι ιδιαίτερα συγκινητικές οι σκηνές που αφορούν απόγονους των οποίων οι μητέρες δε ζουν πια, αλλά αποκτούν φωνή μέσα από εκείνη των θυγατέρων τους, από αναγνώσεις προσωπικών τους γραμμάτων.
Οχι πως η ταινία ξεφεύγει από τις κατασκευαστικές συμβάσεις μιας δημοσιογραφικού τύπου δουλειάς που θα βλέπαμε και στη μικρή οθόνη. Σε αγγίζει, όμως, με τις ιστορίες της και σε τρέφει πληροφοριακά για κάθε πτυχή της μεταναστευτικής κουλτούρας του Ελληνα τα τελευταία 60 χρόνια, καθώς οι παραλληλισμοί φθάνουν μέχρι τις μέρες μας, την τρίτη γενιά και όσους συνεχίζουν να ελπίζουν σε ένα φωτεινότερο μέλλον εκτός συνόρων.