Το 2005, ο γεωργιανής καταγωγής Γκέλα Μπαμπλουάνι είχε κάνει αίσθηση με το ασπρόμαυρο σκηνοθετικό του ντεμπούτο «13 Τζαμέτι», ένα αγωνιώδες κινηματογραφικό παιχνίδι ρώσικης ρουλέτας το οποίο βραβεύτηκε στα φεστιβάλ του Σάντανς και της Βενετίας και σύστησε στον κόσμο ένα πολλά υποσχόμενο νέο ταλέντο. Δυστυχώς, όμως, οι υποσχέσεις έμειναν μάλλον ανεκπλήρωτες, με τον σκηνοθέτη να επιχειρεί ατυχώς το 2010 να μεταφέρει την πρώτη του επιτυχία σε αμερικανικό έδαφος με ένα αγγλόφωνο ριμέικ της.
Επτά ολόκληρα χρόνια αργότερα, ο Μπαμπλουάνι επιστρέφει για πρώτη φορά ξανά πίσω από την κάμερα για μια μεγάλου μήκους ταινία, και μαζί ξαναγυρίζει κινηματογραφικά στα πάτρια εδάφη και στα σκοτεινά μονοπάτια του γαλλικού υποκόσμου, με μια οικεία ιστορία γύρω από μια ληστεία που πηγαίνει στραβά. Ηρωές του κι εδώ μια χούφτα νεαρών χαρακτήρων σε αδιέξοδο: έπειτα από το θάνατο της γυναίκας του, ο Ντάνι προσπαθεί να μεγαλώσει τον γιο του με τη βοήθεια της μητέρας του, ενώ παράλληλα πασχίζει να ξεχρεώσει τις οφειλές του στον μαφιόζο της περιοχής. Οταν ο παιδικός του φίλος και γείτονάς του, και η αδελφή του συλλαμβάνουν ένα σχέδιο για να ληστέψουν μια βαλίτσα γεμάτη χρήματα από έναν άγνωστό τους άντρα, ο Ντάνι θα δεχτεί διστακτικά, πιστεύοντας ότι αυτός είναι ίσως ο μόνος τρόπος να βγει από το τέλμα.
Η απόγνωση είναι κακός σύμβουλος, όμως οι τρεις φίλοι θα αδράξουν την ευκαιρία για μια πιθανότητα να αλλάξουν τη ζωή τους – και βλέποντας κανείς τις συνθήκες στις οποίες ζουν δύσκολα μπορεί να τους κατηγορήσει. Περιορισμένοι σε μια μουντή γειτονιά της Χάβρης και βγάζοντας πενταροδεκάρες από δουλειές του ποδαριού, μοιάζουν καταδικασμένοι σε μια αιώνια μιζέρια, με μια καθημερινότητα που δείχνει να έχει ήδη απομυζήσει κάθε φιλοδοξία από μέσα τους.
Ομως εξίσου καταδικασμένη μοιάζει και η προσπάθειά τους να πιάσουν την καλή – ειδικά όταν το θύμα τους αποδεικνύεται διεφθαρμένος πολιτικός εν μέσω εκβιασμών από τη μαφία των ναρκωτικών. Αν κάτι μας έχει διδάξει το σινεμά είναι ότι τέτοιες προσπάθειες σπανίως έχουν καλή έκβαση. Ο Μπαμπλουάνι χειρίζεται δεξιοτεχνικά τις σκηνές έντασης και τα ως επί το πλείστον νυχτερινά του πλάνα, εμφυσώντας παράλληλα στην ταινία του κάτι από την τραγικότητα και τον φαταλισμό των καταραμένων ηρώων των κλασικών γαλλικών –και όχι μόνο– φιλμ νουάρ.
Παρά τις ανατροπές του, εν τούτοις, το σενάριό του κάνει κύκλους γύρω από τον εαυτό του, βασισμένο ίσως περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε στις συμπτώσεις και εγκλωβισμένο σε μια μάλλον απλοϊκή ιδέα για την έννοια της ανθρώπινης απληστίας που οδηγεί τους χαρακτήρες σε μια σειρά ανόητων επιλογών και βιαστικών αποφάσεων.