Σε ένα παραθαλάσσιο μέρος αγνώστων λοιπών στοιχείων αποβιβάζεται ένας ναύτης με… διακριτικό το μπουζούκι που κουβαλάει μαζί του και μια φωτογραφία ενός άντρα. Δεν είναι ο πιο περίεργος άνθρωπος που θα συναντήσει κανείς εκεί γύρω, αφού το νησί κατοικείται από μελαγχολικούς ρεμπέτες, ιδιόρρυθμες ξενοδόχους, γυμνόστηθα αγόρια που χορεύουν, μποντιμπιλντεράδες με αρχαία σπαθιά, γιαγιάδες που βλέπουν σπλάτερ όνειρα, ταξιτζήδες με άποψη και «αθάνατους» παπάδες σε ένα ανεξάντλητο μωσαϊκό χαρακτήρων που διασχίζει όλη τη διαδρομή μέχρι το αλλόκοτο, πριν το πραγματικά αλλόκοτο συμβεί.
Αυτό θα είναι μια σειρά από σεισμικές δονήσεις, μια πυκνή ομίχλη που απλώνεται παντού και μια δύναμη που κάνει τους νεκρούς νεκροζωντανούς, ένα σημείο μηδέν όπου τα όνειρα, οι εφιάλτες και η πραγματικότητα δεν έχουν πια διαχωριστικές γραμμές.
Προερχόμενο ήδη από μια μακρά παράδοση ταινιών που δοκιμάζουν και δοκιμάζονται σε πολλαπλούς φόρους τιμής στα αμερικάνικα b-movies των 50s, αλλά και γνήσιος απόγονος μιας (κι όμως) ελληνικής παράδοσης που έχει ως κορωνίδα την «Επίθεση του Γιγαντιαίου Μουσακά» του Πάνου Χ. Κούτρα και διαπερνά και το 1 και το 2 «Κακό» του Γιώργου Νούσια, αλλά και λιγότερο ή περισσότερο συμπαγείς απόπειρες πάνω στο σινεμά είδους που έχουν εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια, το «Μινόρε» πρωτοτυπεί στην υφή και την αναπάντεχη σύνθεση που επιχειρεί, αλλά δεν καταφέρνει παρά να σκιαγραφήσει την ταινία που θα ήθελε να είναι.
Εχοντας ως πυρήνα το b-movie και ανακατεύοντας genres, αναφορές, τον Λάβκραφτ και την «Ομίχλη» του Στίβεν Κινγκ, μαζί μια ισχυρή δόση φιλμ νουάρ, λίγο από ελληνικό μελόδραμα του ‘60 και την εν είδει μιούζικαλ αφιέρωσή του στο ρεμπέτικο, το «Μινόρε» έρχεται να αναπληρώσει σε επίπεδο παραγωγής, φωτογραφίας και εν γένει κατασκευής το σταθερά φιλόδοξο κινηματογραφικό όραμα του Κωνσταντίνου Κουτσολιώτα - αυτό που είχε προδοθεί από την έλλειψη πόρων στον επίσης mash-up ειδών και αναφορών «Χειμώνα» του, δέκα χρόνια πριν.
Υπάρχει μια γοητεία σε αυτό το μέρος που φωτίζεται σαν ένα απόκοσμο όνειρο, ποτισμένο από τη μελαγχολία μιας νοσταλγικής εικονογραφίας και με το βλέμμα στραμμένο σε μια λαϊκή κωμωδία που ξεδιπλώνεται με όρους πρωτίστως σινεφιλικούς. Και είναι στιγμές που η κατασκευή του «Μινόρε» ξαφνιάζει με την ποπ αισθητική που αναδύεται μέσα από γνώριμα ελληνικά μοτίβα που ξεκινούν από τον Τσαρούχη και φτάνουν στον Νίκο Φώσκολο σε μια τοιχογραφία που μοιάζει να έρχεται από έναν άλλο κόσμο και έναν άλλο χρόνο.
Οσο όμως η ατμόσφαιρα ικανοποιεί με όση αυξημένη τεχνική αρτιότητα και αρκετό χειροποίητο fun τις ορέξεις ενός αδηφάγου για mash-ups κοινού μεταμεσονύκτιας κατανάλωσης, τόσο η κυρίως εκτέλεση αφήνει ανικανοποίητη την ανάγκη για μια ενορχηστρωμένη σάτιρα που αντί να περιγράφει το αστείο, τον τρόμο και την πολυαναμενόμενη συνάντηση τους, θα μπορούσε απλά να σε κάνει να γελάς και να τρομάζεις... στην πραγματικότητα. Σαν σχόλιο σε κάτι που δεν αγγίζει ουτε την κοινωνική κριτική αλλά ούτε και την εκ νέου ανάγνωση των αγαπημένων κλισέ του είδους, το λιγότερο διασκεδαστικό από όσο μοιάζει «Μινόρε» δεν φτάνει ποτέ στο κέντρο βάρους του, ισχνά περιδινούμενο γύρω από κρύα αστεία, αμήχανη πρόζα και επαναλαμβανόμενες σκηνές που οδηγούν γρήγορα σε ένα fade out του αρχικού ενθουσιασμού για κάτι ξέφρενα πρωτότυπο.