Λίγο έξω από το Παρίσι στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Ο Ζιλ, ένας νέος που τελειώνει το σχολείο, παρασύρεται από την πολιτική και δημιουργική αναταραχή της εποχής. Οπως και οι φίλοι του, βρίσκεται ανάμεσα στις ριζοσπαστικές πολιτικές δεσμεύσεις και στις προσωπικές του προσδοκίες. Οι πράξεις τους θα τους φέρουν στην Ιταλία και αργότερα στο Λονδίνο, όπου μέσα από ερωτικές συναντήσεις και καλλιτεχνικές ανακαλύψεις, κάποια στιγμή θα αναγκαστούν να κάνουν τις τελικές επιλογές τους για να βρουν τη θέση τους μέσα σε αυτούς τους ανήσυχους καιρούς.

Μια ταινία αισθητικά, πολιτικά και χρονικά συγγενής με το «Carlos», εξίσου ευρεία σε οπτική αλλά την ίδια στιγμή προσωπική και μύχια, που επιβεβαιώνει την σκηνοθετική κλάση του Ολιβιέ Ασαγιάς.

Η πρώτη σκέψη βλέποντας το καινούριο φιλμ, που ξεκινά με μια διαδήλωση της αριστεράς στο Παρίσι στις 9 Φεβρουαρίου του 1971 και τις συγκρούσεις ανάμεσα στις δυνάμεις της αστυνομίας και τους φοιτητές, είναι να σκεφτείς πόσο το ύφος θυμίζει το «Carlos». H αίσθηση του επείγοντος, ή τεταμένη ατμόσφαιρα, η λεπτομερής μα καθόλου υπερβολική ανασύσταση της εποχής, όλα τα στοιχεία που έκαναν το προηγούμενο φιλμ του Ασαγιάς τόσο ελκυστικό, είναι από την αρχή εδώ.

Αργότερα, όταν η ιστορία του βασικού ήρωα θα ξετυλιχτεί περισσότερο, θα γίνει σαφές, ότι το υλικό από το οποίο αντλεί ο σκηνοθέτης είναι καθαρά αυτοβιογραφικό: Ο νεαρός Ζιλ είναι πολιτικοποιημένος ακόμη κι αν οι σύντροφοί του τον βρίσκουν λίγο τουρίστα, ονειρεύεται να γυρίσει ταινίες, ο πατέρας του είναι σκηνοθέτης και σεναριογράφος, σπουδάζει ζωγραφική. Οι παραλληλισμοί με την αληθινή ζωή του Ασαγιάς είναι κάτι παραπάνω από προφανείς, ακόμη κι αν ο ίδιος λέει ότι η ταινία δεν είναι η αυτοβιογραφία του, αλλά μάλλον η αυτοβιογραφία μιας ολόκληρης γενιάς.

Μια τέτοια δήλωση δεν βρίσκεται μακριά από την αλήθεια, ακόμη κι αν η υπερβολική ταύτιση του σκηνοθέτη με τον βασικό ήρωά του, δίνει έναν χαρακτήρα που μοιάζει να βρίσκεται λίγο πιο ψηλά απ΄όλους τους υπόλοιπους, σε καμιά περίπτωση τέλειος, όμως σίγουρα πιο γοητευτικός, πιο σκεπτικιστής, πιο ώριμος. Ενα στραβοπάτημα που εύκολα μπορείς να συγχωρέσεις στο φιλμ, αφού στην πορεία, κατορθώνει να συλλάβει την ανήσυχη φύση μιας ολόκληρης γενιάς δίχως να ξεπέφτει σε ευκολίες και κλισέ.

Και ευτυχώς δίχως να καταφεύγει σε μια άγονη νοσταλγία για τον Μάη του 68, προτιμώντας να ακολουθεί τους επαναστατημένους ήρωές του με ειλικρίνεια, φροντίζοντας όμως με λεπτούς τρόπους να μας θυμίζει πως η κατάληξη της ιστορίας τους φτάνει ως τις μέρες που διανύουμε.

Σε κάθε περίπτωση, το πορτρέτο που χτίζει είναι σχεδόν αμείωτα γοητευτικό ακόμη κι αν κατά στιγμές μάλλον φλύαρο. Με μια αφήγηση που καταγράφει τις παράλληλες πορείες δυο συμμαθητών, αλλά και δυο κοριτσιών που θα αγαπήσουν τον ήρωα και που εισάγει την υποψία μιας αστυνομικής ίντριγκας στο δεύτερο πλάνο της ιστορίας, με την κάμερα να ταξιδεύει στο Παρίσι, την Ιταλία, το Λονδίνο, το «Apres Mai» δεν σου επιτρέπει στιγμή να βαρεθείς ή να χάσεις το ενδιαφέρον σου.

Κι αν αναμφίβολα δεν μπορεί να συγκριθεί σε μέγεθος και κινηματογραφικό θάρρος με το «Carlos» (ο Ασαγιάς το βλέπει σαν μια «συνέχεια» της πρώτης ταινίας του «L Eau Froide»), ή ακόμη κι αν δεν λέει κάτι αληθινά καινούριο για την νεότητα ή τα επαναστατικά χρόνια της δεκαετίας του 70, δεν μπορείς να μην αναγνωρίσεις την ωρίμανση του σκηνοθέτη σε μια αληθινά υπολογίσιμη δύναμη στο παγκόσμιο κινηματογραφικά σκηνικό, σε έναν δημιουργό που ξέρει πολύ καλά πως να αφηγείται εντυπωσιακά «έπη». Ακόμη κι αν αυτά είναι κυρίως εσωτερικά.


Διαβάστε εδώ τη συνέντευξη του Ολιβιέ Ασαγιάς στο Flix.