Δεξί χέρι του Τζ. Εντγκαρ Χούβερ και δεύτερος στην ιεραρχία αξιωματικός του FBI μετά το θάνατό του, ο Μαρκ Φελτ υπήρξε ταυτόχρονα για χρόνια μυστικός πληροφοριοδότης της Washington Post και υπεύθυνος σε μεγάλο βαθμό για την αποκάλυψη των μηχανισμών πίσω από το σκάνδαλο Watergate που αποτέλεσε την ταφόπλακα της διακυβέρνησης Νίξον, ένας ρόλος που του χάρισε το παρατσούκλι «βαθύ λαρύγγι», όταν ακόμα κανείς δεν γνώριζε την ταυτότητά του.

Βασισμένος στα πραγματικά αυτά γεγονότα, ο Πίτερ Λάντεσμαν πασχίζει για πρώτη φορά να φωτίσει τα γεγονότα από την πλευρά αυτού του αθέατου πρωταγωνιστή τους. Ομως ο Λάντεσμαν σίγουρα δεν είναι Σπίλμπεργκ –ούτε καν Ρον Χάουαρντ!– για να καταφέρει να μετατρέψει αυτό το κατ’ όνομα μόνο θρίλερ σε ένα ουσιώδες πολιτικό σχόλιο, ή έστω σε μια συναρπαστική αφήγηση γύρω από μια αληθινή ιστορία που άλλαξε την αμερικανική Ιστορία. Αντ’ αυτού, επιλέγει αισθητικά μια μουντή και υποφωτισμένη χρωματική παλέτα που προφανώς θεωρεί ότι αυτομάτως χαρίζει κύρος και σοβαρότητα σε κάθε πολιτικό θρίλερ εποχής που σέβεται τον εαυτό του, για να φιλοτεχνήσει ανέμπνευστα ένα επιδερμικό και ευκολοχώνευτο πορτρέτο του Φελτ, στα όρια της αγιογραφίας.

Τα κίνητρά του, όπως θέλει να τα παρουσιάσει ο Λάντεσμαν (ο οποίος υπογράφει και το σενάριο) μοιάζουν να υποκινούνται από αγνό πατριωτισμό και αίσθηση καθήκοντος, προκειμένου να μη χάσει το FBI την ανεξαρτησία του από την κυβέρνηση, ή να αναγκαστεί να καλύψει τις βρωμιές της, όμως η ταινία δεν κάνει τον παραμικρό κόπο να σκάψει λίγο βαθύτερα: στην πικρόχολη ματαίωση της φιλοδοξίας του να διαδεχθεί τον Χούβερ στην ηγεσία της υπηρεσίας ή στις δεκάδες παράνομες επιχειρήσεις παρακολούθησης που πραγματοποιήθηκαν κάτω από τις διαταγές του.

Τις όποιες αμυδρές, φευγαλέες νύξεις στις σκοτεινές αυτές πτυχές της προσωπικότητας του Φελτ, ο Λάντεσμαν επιλέγει να τις προσπεράσει με συνοπτικές διαδικασίες, θέτοντας ως αντίβαρο μια ολότελα σχηματική εικόνα της προσωπικής του ζωής, υπερτονίζοντας τις θυσίες του ίδιου και της οικογένειάς του, και φέρνοντας σε πρώτο πλάνο μια διόλου πειστική υποπλοκή γύρω από την εξαφανισμένη κόρη του και την πιθανή συμμετοχή της σε μια ριζοσπαστική οργάνωση.

Κι αν ο Φελτ ήταν ενδεχομένως ένας μάλλον βαρετός γραφειοκράτης του οποίου η κρυφή και μη δραστηριότητα και ο καθοριστικός ρόλος στα εμβληματικά αυτά γεγονότα υπήρξαν σαφώς πιο ενδιαφέροντα από την προσωπικότητά του, ο Λάντεσμαν δεν κατορθώνει ούτε καν να φέρει στην επιφάνεια κάτι περισσότερο από τα απολύτως απαραίτητα γύρω από το σκάνδαλο Watergate, πασπαλισμένα κι αυτά με μπόλικη, τάχα μου ιντριγκαδόρικη, ασάφεια, την οποία μάλλον παρερμηνεύει ως ένδειξη σασπένς και μυστηρίου.

Οσο για τον Λίαμ Νίσον, η βαρύτητά του τον διασώζει κάπως από την όλη μετριότητα, θα προτιμούσαμε ωστόσο χίλιες φορές να τον απολαύσουμε να δίνει πόνο σε άλλη μια από τις ανερυθρίαστα απενοχοποιημένες περιπέτειες εκδίκησης που με συνέπεια παραδίδει τα τελευταία χρόνια.