Λιγότερο υπαρξιακά και πολιτικά βαθύ από τους «Επτά Σαμουράι» του Ακίρα Κουροσάβα κι από τους υπέροχους επτά του Τζον Στέρτζες του 1960, το ριμέικ του Αντουάν Φουκουά έρχεται με κέφι να… ελαφρύνει την ατμόσφαιρα της άγριας Δύσης.

Η ιστορία μένει στις γραμμές της προηγούμενης αμερικανικής ταινίας, με την υπογραφή του Νικ Πιτσολάτο στο πρώτο του μεγάλου μήκους κινηματογραφικό σενάριο.

Βρισκόμαστε στο γυμνό, σκονισμένο κι απολίτιστο Ρόουζ Κρικ του 1879, εκεί όπου το κεφάλαιο κάνει κουμάντο: Ο σαδιστής ιδιοκτήτης του τοπικού ορυχείου, που υποδύεται με ανατριχιαστικό μεράκι ο Πίτερ Σάρσγκαρντ, κρατά στα χέρια του τις ζωές και το βιος των κατοίκων. Οταν, όμως, η όμορφη (και σταθερά με πλούσιο ντεκολτέ), Εμα δει τον άντρα της να δολοφονείται μπροστά στα μάτια της, θα ζητήσει εκδίκηση. Σε βοήθειά της θα έρθει, με το αζημίωτο, ένας περιβόητος κυνηγός επικηρυγμένων που θα συγκροτήσει μια ομάδα επτά υπέροχων αντρών κι άλλο τόσο άξεστων, βίαιων, άριστων στο σημάδι. Είναι τα χρόνια μετά τον εμφύλιο και η επτάδα συμπυκνώνει όλες τις πλευρές της έντασης στην Αμερική: βόρειους, νότιους, Μαύρους, Ινδιάνους, Μεξικανούς, αλκοολικούς κι εγκληματίες. Οι πιο απρόβλεπτοι επιλαχόντες καλούνται να υπερασπιστούν το νέο αμερικανικό όνειρο που τους έχει καταστήσει απόβλητους.

Οι ήρωες και οι καταχρηστικές σχέσεις τους μένουν στο σενάριο σε σχηματική μορφή. Την ουσία τους τη συμπληρώνουν οι ίδιοι οι ηθοποιοί, με πιο… υπέροχους από τους επτά τον Ντενζέλ Γουόσινγκτον σ’ έναν υποβλητικό αλλά και παιχνιδιάρικο ρόλο που δε συνηθίζει πια, τον Κρις Πρατ που φέρνει στην ταινία και τις περισσότερες κωμικές στιγμές της και τον Ιθαν Χοκ που στήνει τον πιο σύνθετο κι ενδιαφέροντα ήρωα.

Οι σκηνές δράσης – γιατί, τελικά, αυτές μετράνε σ’ ένα σωστό γουέστερν – είναι λίγες, αλλά πολύπλοκες, εξαιρετικά θεαματικές και μαστόρικα χορογραφημένες. Ο Αντουάν Φουκουά μοιάζει να θέλει περισσότερο να ξαναζωντανέψει τις κλασικές αξίες του γουέστερν, παρά να τις υπονομεύσει ή να τις ανακαινίσει. Κι αν, στο σύνολό της, η ταινία έχει λιγότερο βάρος και περισσότερη φωτογένεια από τις πηγές της έμπνευσής της είναι γιατί δε φιλοδοξεί, όπως εκείνες, να γίνει κινηματογραφικός σταθμός, αλλά να γεμίσει (με τεστοστερόνη και με θεατές) τις κινηματογραφικές αίθουσες.