Είναι η χρονιά - οι χρονιές, η δεκαετία - όπου η Αμερική, μαύρη και λευκή, αγωνίζεται να αιτιολογήσει κι υπερνικήσει τον ολοζώντανο ρατσισμό στα στρώματά της. Το σινεμά ανταποκρίνεται στο κοινωνικό αίτημα κι εκεί, ακριβώς, αποσκοπεί κι η ταινία του Τζορτζ Σι Γουλφ και τα καταφέρνει, απλώς όχι στο... κινηματογραφικό επίπεδο.
Είναι οι αρχές της δεκαετίας του 1920 κι η Μα Ρέινι, η «Βασίλισσα των Μπλουζ» που λίγοι γνωρίζουν, βρίσκεται στην πόλη μια καλοκαιρινή μέρα, με καύσωνα. Στο στούντιο θα ηχογραφήσει το νέο της δίσκο. Μαζί της ο ανιψιός της, η ερωμένη της κι ολόκληρη η μπάντα της, ανάμεσά τους ο τρομπετίστας Λέβι, φιλόδοξος εκπρόσωπος μιας νέας γενιάς στη μουσική και στη συνείδηση.
Το φιλμ βασίζεται στο θεατρικό έργο του Ογκουστ Γουίλσον κι η σύνδεση είναι προφανής σε κάθε πλάνο του. Συνεχόμενα εσωτερικά - λίγες «έξοδοι» στους δρόμους και το φυσικό φως δίνουν ανάσες υγρής ζέστης, μια αλληγορία «εγκλωβισμού» στον έξω χώρο είναι από τις πιο πετυχημένες σκηνές της ταινίας - και, περισσότερο παρά διάλογοι, διαδοχικοί μονόλογοι, καλοδουλεμένοι και καλλιεργημένοι προσεκτικά, πυκνοί, αντικαθιστούν τη φυσικότητά τους με μια πρόθεση πολιτικής πυγμής και πολιτισμικής οργής.
Σ' αυτό το πλαίσιο, ενός σύμπαντος που βράζει και που εκφράζει τις ιδέες και τις απογοητεύσεις του με τη μουσική (η ταινία είναι γεμάτη από ένα αριστουργηματικό σάουντρακ του Μπράνφορντ Μαρσάλις και πραγματικά τραγούδια της υπαρκτής, άλλωστε, Μα), η Βαϊόλα Ντέιβις, πάντα εκρηκτική, δίνει την πιο διαφορετική, παθιασμένη ερμηνεία της καριέρας της. Απέναντί της, σε μια σύγκρουση του παλιού με το νέο σε κάθε επίπεδο, ο Τσάντγουικ Μπόουζμαν, στην τελευταία ταινία της καριέρας του, κερδίζει και τον πιο σύνθετο, ευαίσθητο ρόλο του.
Αν το «Ma Rainey's Black Bottom» δεν έχει, τουλάχιστον στο εκτός Αμερικής κοινό, τον αντίκτυπο που θα ήθελε, αυτό μάλλον οφείλεται στη στατικότητα της σκηνοθεσίας, την (υπέροχη, αλλά καθόλου κινηματογραφική), επιτήδευση του σεναρίου. Εκείνο, ωστόσο, που διαρκεί στη σκέψη, εκτός από τους δυο πρωταγωνιστές της ταινίας, είναι η δύναμη ενός αντιρατσιστικού κατηγορώ από τη μαύρη κοινότητα όχι όταν ο ρατσισμός ήταν θεσμοθετημένος, αλλά όταν της είχαν «παραχωρηθεί» δικαιώματα ισότητας. Οχι πολύ μακριά από τώρα.