Υπάρχουν κακές ταινίες και υπάρχουν ταινίες όπως το «Αγαπώντας τον Πάμπλο».
Η καινούρια ταινία του Φερνάντο Λεόν ντε Αρανόα (είναι ο σκηνοθέτης του «Μια Υπέροχη Μέρα») φιλοδοξεί να αφηγηθεί την άνοδο και την πτώση του Πάμπλο Εσκομπάρ, ενός από τους μεγαλύτερους και περισσότερο συνδεδεμένους με την pop κουλτούρα βαρόνους ναρκωτικών στον κόσμο, μέσα από τα μάτια της διάσημης δημοσιογράφου της εποχής, Βιρχίνια Βαγιέχο, χρησιμοποιώντας ως αρχική πηγή έμπνευσης τα απομνημονεύματά της. Η Βαγιέχο, στην κρίσιμη περίοδο που τον συνάντησε, ερωτεύτηκε τον Πάμπλο αλλά μίσησε τον Εσκομπάρ και αν αυτό ακούγεται σαν να αποτελεί την σύνοψη μιας αυθεντικής λατινοαμερικάνικης σαπουνόπερας, είναι επειδή και η ταινία είναι στην πραγματικότητα ακριβώς αυτό.
Γιατί ήδη από την αρχή, το «Αγαπώντας τον Πάμπλο» αγκαλιάζει χωρίς όριο (και αίσθηση καλού γούστου) όλη την camp υπερβολή του, αποτελώντας τελικά ένα φιλμ που ίσως να μπορεί να απολαύσει κανείς για όλους τους λάθος λόγους.
Εδώ υπάρχει μια Πενέλοπε Κρουζ που δε διστάζει να ουρλιάξει, να γουρλώσει τα μάτια, να τραβήξει τα – χτενισμένα σε απόλυτα retro στυλ – μαλλιά της και να κυλιστεί πανικόβλητη στο έδαφος για να δείξει την απόγνωσή της, αν φυσικά δεν είναι ήδη απασχολημένη να χαϊδεύει με ηδυπάθεια τις πέρλες στο λαιμό της. Εδώ υπάρχει ένας Χαβιέρ Μπαρδέμ με ψεύτικη κοιλιά, που είναι και οικογενειάρχης, και μπίζνεσμαν, και ερωτύλος και πάρα πολύ σκληρός, τόσο σκληρός που όταν δίνει δολοφονικές εντολές, εκτοξεύει μαζί με τις απειλές και τα μακαρόνια στον τοίχο. Εδώ υπάρχει και ένας πρωτοφανώς ψύχραιμος Πίτερ Σκάρσγκαρντ, ο οποίος μοιάζει απλά ανήμπορος να συμμετέχει στην ερμηνευτική extravaganza των συναδέλφων του και παραμένει απλός (υποτονικός) παρατηρητής των όσων δρώμενων τυγχάνει να πυροδοτούν την αφήγηση της ταινίας.
Μια αφήγηση η οποία θεωρητικά δεν στερείται ούτε ταχύτητας, ούτε έντασης αλλά ούτε και αφορμών για τον Αρανόα να αποδείξει τις σκηνοθετικές του ικανότητες στην κινηματογράφηση της δράσης. Μερικές σκηνές μάλιστα καταφέρνουν στιγμιαία να τραβήξουν το ενδιαφέρον, ειδικά όταν αφορούν την εναέρια διακίνηση της κοκαΐνης και την σοκαριστική απλότητα με την οποία οι δολοφονικές προσταγές του Εσκομπάρ βρίσκουν τόπο. Με πολύ καλή δε θέληση, θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Αρανόα επιχειρεί να ξεμπροστιάσει την κοινωνική συνενοχή και να εξηγήσει ενδεχομένως τους λόγους για τους οποίους η παραβατική συμπεριφορά του Εσκομπάρ έγινε σε τέτοιο βαθμό αποδεκτή.
Μόνο που όλα αυτά παραμένουν μέχρι το τέλος απλές εικασίες ή και ευσεβείς προσδοκίες. Το «Αγαπώντας τον Πάμπλο» πίσω από την κραυγαλέα βία του και την επιφανειακή πολυπλοκότητά του, δεν μπορεί να καμουφλάρει το γεγονός ότι η λογική αλλά και οι δυναμικές του αντλούν πολύ περισσότερο από τις telenovelas της Λατινικής Αμερικής παρά από το γκανγκστερικό σινεμά του δρόμου, που πρότεινε αρκετά χρόνια πριν «Η Πόλη του Θεού» του Φερνάντο Μεϊρέγιες και που θα αποτελούσε ιδανικό φόντο για την μια ιστορία που αφορά τις κοινωνικές δομές που επιτρέπουν την ενδυνάμωση (και τελικά την κυριαρχία) ανθρώπων όπως ο Εσκομπάρ.
Σε μια τέτοια ταινία δε θα υπήρχε καμία κωμική ερμηνευτική υπερβολή της Κρουζ. Δε θα υπήρχε καμία (ακούσια αστεία, έως και γελοία) «σπαστή» προφορά. Δε θα υπήρχε καμία φτηνή σωματική μανιέρα του Χαβιέρ Μπαρδέμ. Ωστόσο, υπάρχει μια γνήσια κωμική ταινία μέσα στον πυρήνα αυτού που δημιούργησε τελικά ο Φερνάντο Λεόν ντε Αρανόα, μόνο που μάλλον δεν είχε ακριβώς αυτό ως τελικό στόχο.