Σε έναν ιδανικό κόσμο, θα μπορούσε κανείς εύκολα να ξεμπερδέψει με την κριτική αυτής της αφόρητα αφελούς, απλοϊκής και ξεπερασμένης ισπανικής κωμωδίας απλά και μόνο γράφοντας ξανά και ξανά στα ελληνικά τον πρωτότυπο τίτλο της (ο οποίος, για ευνόητους λόγους, άλλαξε στο ποιο ανώδυνο «Κηδεία Είναι, Θα Περάσει») μέχρι να γεμίσει τρεις παραγράφους: «Θεέ Μου, Δώσε Μου Υπομονή».

Αυτή τη φράση ξεστομίζει συχνά πυκνά, αναστενάζοντας, ο συντηρητικός (και σεξιστής και ρατσιστής και ακροδεξιός και και…) Γκρεγκόριο, ο οποίος έπειτα από τον ξαφνικό θάνατο της γυναίκας του αναγκάζεται να σεβαστεί την τελευταία της επιθυμία και να περάσει (ή, καλύτερα, υπομείνει) ένα τριήμερο στην Ανδαλουσία με τα τρία του παιδιά και τους συντρόφους τους, για να σκορπίσουν τις στάχτες της στον ποταμό Γουαδαλκιβίρ. Τα οποία μοιάζουν επίτηδες να έχουν επιλέξει για ταίρια τους όλα όσα εκείνος απεχθάνεται: η μία του κόρη είναι παντρεμένη με Καταλανό χλεχλέ κι οπαδό της Μπαρτσελόνα (αν δεν το είχατε φανταστεί ήδη, ο Γκρεγκόριο είναι, προφανώς, φανατικός οπαδός της Ρεάλ Μαδρίτης), η άλλη του κόρη τραβιέται με αχαΐρευτο κι άπλυτο αναρχοκομμούνι, ενώ ο gay γιος του έχει σχέση με μαύρο ΚΑΙ Βάσκο.

Ο Αλβάρο Ντίαζ Λορένθο, ο οποίος διαπράττει εδώ διπλό έγκλημα καθώς υπογράφει και το ανεκδιήγητο σενάριο, είναι αποφασισμένος να συγκεντρώσει σε μια οικογένεια όλα τα πιθανά (κοινωνικοπολιτικά, ακόμα και αθλητικά) στερεότυπα και τις προκαταλήψεις που διχάζουν την ισπανική κοινωνία. Και υπό κάποιες προϋποθέσεις κάτι τέτοιο μπορεί να έβγαζε γέλιο. Οχι όμως εδώ, όταν σχεδόν σύσσωμοι οι χαρακτήρες δεν είναι παρά άβολες καρικατούρες, τα αστεία άνοστα, οι ερμηνείες των ηθοποιών τόσο σαχλές όσο και οι διάλογοι που αναγκάζονται να αρθρώσουν, και οι υποτιθέμενες διαφωνίες εκδηλώνονται απλά μέσα από άτεχνες φωνασκίες.

Ακόμα πιο εντυπωσιακό (με όλους τους λάθος τρόπους) είναι το γεγονός ότι ο Λορένθο αποφασίζει να βάλει στον αυτόματο πιλότο την αναπόφευκτη συμφιλίωση που ξέρουμε από το πρώτο κιόλας λεπτό ότι θα έρθει, περνώντας από τη χοντροκομμένη φάρσα τηλεοπτικής αισθητικής σε μια βεβιασμένη απόπειρα να δικαιολογήσει και να συγχωρήσει τη συμπεριφορά μιας χούφτας ηρώων που είναι στην καλύτερη περίπτωση τουλάχιστον ενοχλητικοί.

Οσο για το εύρημα που θέλει τον Γκρεγκόριο να συνομιλεί με τη νεκρή γυναίκα του μέσα από μια ομιλούσα φωτογραφία της πάνω στην τεφροδόχο με τις στάχτες της, αυτό είναι καλύτερα να μείνει ασχολίαστο.