Tι να πήγε λάθος κι έχασε ο Φάνης την οικογένεια του; Πώς έχασε τα χρήματα του μεγάλου βραβείου; Αυτός δεν ήταν ο «Φάνης», ο νικητής του πρώτου Big Brother; Πώς κατάντησε ένα μικροαλητάμπουρας που ντύνεται ως Σπαρτιάτης στην Ακρόπολη για κανένα δίφραγκο από τους τουρίστες; Σε μία αυθόρμητη επίσκεψη στο σπίτι της πρώην γυναίκας του και της έφηβης σήμερα κόρης του το κλίμα είναι συγκαταβατικό - στην καλύτερη περίπτωση. Εκείνος πολυλογάς, φαφλατάς, γεμάτος υποσχέσεις για το μέλλον, επιχειρεί ένα love-bombing που σκάει σαν κενή κροτίδα. Η κόρη του τον βαριέται. Η γυναίκα του τον λυπάται. Η μόνη που χαίρεται που τον βλέπει είναι η Λίζα, η σκυλίτσα τους.
Τι να πήγε λάθος και ο χρηματιστής Παύλος έχασε τη δουλειά του; Πάντως αδυνατεί να παραδεχθεί ήττα, ή να ζητήσει στήριξη από την «trophy wife» γυναίκα του, ή να υποδυθεί κάτι λιγότερο δυνατό κι επιτυχημένο στον μικρό γιο του. Φεύγει κάθε πρωί από τη βίλλα τους σαν να πηγαίνει στο γραφείο, κι επιστρέφει βράδυ «κατάκοπος». Εδώ δεν παραδέχεται ότι ακόμα κι ο γάμος του είναι μια φούσκα. Συνεχίζει, ψυχρά και πεισμωμένα, να κάνει τα στραβά μάτια μπροστά στον αλκοολισμό της γυναίκας του, το τελευταίο της καταφύγιο για να μουδιάζει κάθε της αντίρρηση. Η μόνη υγιής, ζεστή, σχέση σ’ αυτό το γυάλινο παλάτι είναι του μικρού αγοριού με την Μάφιν, την σκυλίτσα τους.
Κάτι πηγαίνει σημαντικά λάθος πάντως όταν αυτοί οι δύο άντρες συναντιούνται και μέσα από μία κομπίνα προσπαθούν να σώσουν τα προσχήματα και τις ζωές τους. Κι αυτό το λάθος είναι που θα ξεφλουδίσει σιγά σιγά όλη τους την υποκρισία - τα λάθη μιας ζωής που τους έφεραν εδώ. Τουλάχιστον για εμάς που τους κοιτάμε. Εκείνοι δεν αντέχουν να κοιτάξουν τους εαυτούς τους στον καθρέφτη.
Ο Χάρης Βαφειάδης πήρε την αφορμή για το σκηνοθετικό του ντεμπούτο από ένα πραγματικό περιστατικό - όμως όλο το διακριτικό, αλλά καυστικό, σχόλιο για τα ανδρικά πρότυπα στην φούσκα της ελληνικής κοινωνίας είναι δικά του. Στοιχεία της μυθοπλασίας του και ευρήματα της ευρύτερης ανατομίας μιας χώρας, όπου το πάρτυ τελείωσε και τώρα πρέπει να αντιμετωπίσει το χανγκόβερ της.
Δύο τύποι με φιλοδοξίες για πλούτο, επιτυχία, κοινωνικό στάτους, σπίτι, γυναίκα, παιδί, σκύλο βλέπουν το χάρτινο οικοδόμημα της ζωής τους να καταρρέει. Μεσήλικες που πρέπει να αναλογιστούν «όλα τα μικρά πράγματα που πήγαν λάθος», να αναλάβουν ευθύνη, να αλλάξουν, αλλά δεν το κάνουν ποτέ. Προτιμούν να συνεχίσουν το ψέμα που λένε στους εαυτούς τους τα βράδια για να κοιμηθούν. Βρίσκουν Μεσσίες που θα τους σώσουν - ο ένας στο Θεό, ο άλλος σε μία ύστατη προσπάθεια να αποδείξει ότι ο μόνος Θεός είναι το χρήμα.
Ο Βαφειάδης φτιάχνει δύο κόσμους - τον ένα μικροαστικό, ζεστό, χαοτικό όπου ο loser Φάνης προσπαθεί να επιβιώσει με μικροαπατεωνιές και την προσωπική του γοητεία. Ο κόσμος του Παύλου είναι η Ελλάδα του νεοπλουτισμού, όπου κάποιος που κάπου, κάποτε δεν είχε τίποτα (το ασχημόπαππο της τάξης, όπως μαθαίνουμε) θέλει ένα σπίτι ντιζαϊνάτα άδειο, το ποτήρι με το αλκοόλ της γυναίκας του καθησυχαστικά γεμάτο, κι έναν γιο που τον έβγαλε «Ιάσωνα». Όσο διαφορετικοί και να είναι σε τόνο και θερμοκρασία οι δυο κόσμοι του Βαφειάδη, φωτογραφίζουν πικρά την σύγχρονη Ελλάδα. Ακόμα και η προσέγγιση στη σκηνοθεσία είναι διαφορετική. Η κάμερα που ακολουθεί τον Φάνη έχει την κίνηση του, το χτυποκάρδι του. Στο σπίτι του Παύλου όλα είναι ακίνητα, κρατούν την αναπνοή τους. Τι τους ενώνει; Η λοξή, περιπαικτική ματιά του σκηνοθέτη, ο οποίος αφηγείται την ιστορία τους ως σουρεαλιστική κωμωδία.
Υπέροχος ο Θάνος Τοκάκης στο ρόλο του Φάνη - ο τρόπος που ντύνεται με την κατεπείγουσα ενέργεια του χαμένου κορμιού ήρωα του, η κίνηση, η έκφραση, η τσαντίλα. Τα κάνει όλα δικά του, τα φορά σαν δεύτερο δέρμα. Λιγότερο επιτυχημένη η προσέγγιση του Μιχάλη Συριοπούλου στον Παύλο - ίσως γιατί το να παγώσεις το αίμα του ήρωα σου με μία κυνική, ρομποτική ερμηνεία που δεν σου δίνει και πολλά να στηριχτείς είναι κάτι πολύ δύσκολο.
Κάποια μικρά πράγματα πήγαν λάθος σε αυτό το κομμάτι της ταινίας. Ενώ ο Τοκάκης μάς προσκάλεσε και μπήκαμε στον κόσμο του, ο Συριόπουλος μάς κράτησε απέξω. Καταλάβαμε εγκεφαλικά την κρίση του, μπορούμε να την εξηγήσουμε με λόγια, αλλά δεν συνδεθήκαμε, δεν την νιώσαμε το ίδιο έντονα.
Όμως ο Βαφειάδης, στην μεγάλη εικόνα των πραγμάτων, κατάφερε ένα ντεμπούτο που δείχνει το δρόμο για ακόμα μεγαλύτερη συνέχεια. Με προσωπικό στίγμα, κοφτερό βλέμμα, διεθνή κινηματογραφική γλώσσα και μία νότα ελληνικού παραλογισμού.