Σ' ένα ευρύχωρο, παρισινό, ψηλοτάβανο και φωτεινό διαμέρισμα, μια γυναίκα, καθισμένη στο πάτωμα, εξερευνά εκατοντάδες φωτογραφίες. Τις «ταιριάζει», τις κολλάει μεταξύ τους με σελοτέιπ και, σιγά-σιγά, γεμίζει τους τοίχους με μια ταπετσαρία μνήμης. Μέσα στο μοτίβο της βρίσκεται η μητέρα της. Και η γιαγιά της. Και η ίδια. Η Μαριόν Κοτιγιάρ που, σε λίγο, θα χτυπήσει την πόρτα με τον αέρα της σταρ, γρήγορα θα φορέσει τα ρούχα της συγγραφέως Καρόλ Ασάς, το ζεστό κολιέ με τις χάντρες που δεν έβγαζε από πάνω της το τελευταίο διάστημα της ζωής της και θα βουτήξει μέσα σ' αυτή την αινιγματική προσωπικότητα, σαν android που έχει κληθεί για να ξαναφέρει ζωή στο θάνατο, για να προλάβει η κόρη, η σκηνοθέτης Μόνα, να ψάξει, να ρωτήσει, να καταλάβει.
Σαν κολάζ είναι κι η ίδια η ταινία της Μόνα Ασάς, ένα ψευδοντοκιμαντέρ που αναζητά στα τεκμήρια την ψυχή, τα τραύματα και τις γυναικείες αποφάσεις αυτοδιάθεσης. Εγγονή μιας ρηξικέλευθης γιαγιάς, της Μονίκ Λανγκ, που δούλεψε στις εκδόσεις, έγραψε η ίδια κι έγινε φίλη με τους ανθρώπους του πνεύματος της ανήσυχης εποχής της, στενή φίλη και θαυμάστρια του Ζαν Ζενέ. Κακοποιημένη σε μικρή ηλικία, γιατί σε κάποια πράγματα δεν μπορείς ν' αντιδράσεις. Κόρη μιας συμπλεγματικής, σύνθετης μαμάς, της Καρόλ Ασάς, φωτογράφου και συγγραφέως, εξερευνήτριας της ζωής, κακοποιημένης σε μικρή ηλικία, γιατί κανείς δεν το θεώρησε κακό.
Μέσα σε δεκαετίες που είδαν τον κόσμο ν' αλλάζει, τρεις γυναίκες που υπερβαίνουν τη νόρμα, γράφουν, κάνουν παρέα με τους καλλιτέχνε της εποχής, έχουν τολμηρή ερωτική ζωή, πονούν και προχωρούν, σε μια τριπλοτυπία γενεών. Οπου η κακοποίηση αντιμετωπίζεται σαν κάτι μοιραίο κι όπου η ατομική ανάγκη μπαίνει μπροστά απ' όλα. Ενα ιδιαίτερο έργο τέχνης, που χτίζεται βήμα-βήμα και φωτογραφία-φωτογραφία, που περιγράφει τις μεγαλύτερες τραγωδίες και τα σιωπηλά εγκλήματα, μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητα, αλλά ντυμένα και με χιούμορ και μια αποφορτισμένη αντιμετώπιση της απώλειας (της αθωότητας ή του γονιού).
Η Κοτιγιάρ είναι ένα ευαίσθητο, τολμηρό πολυεργαλείο, καθώς η επιθυμία της Μόνα ν' αναπαράγει τη μητέρα της, με ακρίβεια και τάξη, την τάξη που καθόλου η ίδια δεν είχε στη ζωή της, τής προσφέρει ένα προκλητικό καλούπι, την ενσάρκωση του λόγου και της εικόνας σαν θύελλα, ανακατεμένα με home movies, φωτογραφίες, επιστολές, βιβλία, αποκόμματα ημερολογίων που εμφανίζονται στην οθόνη, μαγνητοφωνήσεις κι εξομολογήσεις, όλα μαζί, με νόημα και μήνυμα. Με μια ροπή προς τη θλίψη, τις blue μέρες, κι έναν πηγαίο κι αυξανόμενο θαυμασμό για το ατίθασο γυναικείο πνεύμα.