«Πώς μπορεί κανείς να ζει σ' ένα τέτοιο μέρος; Και πώς αντέχει να πεθάνει εδώ μέσα;» Αυτό ψιθυρίζει η μητέρα της Χάμπι ανάμεσα στο μοιρολόι της, ακολουθώντας την αγωνιώδη κατάβαση του φέρετρου της γιαγιάς - δεκάδες ορόφους με τα χέρια, καθώς το ασανσέρ δεν λειτουργεί εδώ και χρόνια. Οπως και κάθε τι στις εργατικές κατοικίες του Bâtiment 5, του γκέτο μεταναστών. Ολα τα έχουν αφήσει να ρημάξουν οι δημοτικοί σύμβουλοι. Συστηματικά και με στόχο - μπορεί οι μετανάστες να πληρώνουν κανονικά το ενοίκιό τους εδώ και δύο δεκαετίες, τώρα όμως τα διαμερίσματα-ερείπια δεν θα αξίζουν τίποτα και η πολιτεία θα τα εξαγοράσει για ψίχουλα. Ή θα τα κηρύξει επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία και θα τα κατεδαφίσει.
Και τότε που θα πάνε όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Εχουν άδειες παραμονής. Εχουν πράσινη κάρτα και δουλεύουν. Ομως δεν χωρούν στη νέα τάξη πραγμάτων της Γαλλίας. Η «Liberté, Égalité, Fraternité» ταυτότητα είναι reservé για τους λευκούς, χριστιανούς πολίτες. Αλλωστε, εκεί στα γκέτο δεν αυξάνεται συνεχώς η εγκληματικότητα; Να τα ξηλώσουμε, να τα γκρεμίσουμε, να τους διαλύσουμε.
Ετσι σκέφτεται κι ο νέος Δήμαρχος, ο Πιερ. Ενας παιδίατρος που βρέθηκε αναπάντεχα στο αξίωμα, όταν πέθανε ο προκάτοχός του και το κόμμα επέλεξε εκείνον για διάδοχο. Δεν είναι αδίστακτος ο Πιερ. Μεσοαστός νοικοκύρης είναι, χωρίς ιδιαίτερο πολιτικό ταλέντο, αλλά με υπέρμετρη φιλοδοξία, πιστεύει ότι οι λύσεις στα πολυπαραγοντικά, πολιτικά θέματα προκύπτουν με επιβολή, πειθαρχία, τακτικές «σκούπα και φαράσι». Στέλνει εκδικητικά την αστυνομία στις πόρτες τους, κάνει εξώσεις, συλλήψεις, απελάσεις - έτσι για παραδειγματισμό.
Εμπόδιο στα σχέδια του Πιερ στέκεται η Χάμπι, ένα νέο, μορφωμένο κορίτσι από την Αφρική, που θα βρει τον τρόπο να αντισταθεί και να παλέψει για να δικαιώσει αυτή την κολεκτίβα των «παρείσακτων». Οσο η ίδια αγωνίζεται μέσα από το σύστημα - με γνώση των δικαιωμάτων της κι αντίσταση, ο κολλητός της φίλος Μπλαζ ξεσπά ανεξέλεγκτα το θυμό του. Κι αυτό δίνει πολεμοφόδια στον νοικοκύρη λευκό που φοβάται για την ασφάλεια της οικογένειάς του από τον «οργισμένο μαύρο»
Ο Γάλλος ντοκιμαντερίστας Λατζ Λι επιστρέφει με δεύτερη ταινία μυθοπλασίας, 5 χρόνια μετά τους «Αθλιους» (το ηλεκτρισμένο σκηνοθετικό του ντεμπούτο που τον έφτασε μέχρι τα Οσκαρ).
Μεγαλωμένος κι ο ίδιος στα γκέτο του Montfermeil, αυτό είναι το σινεμά που θέλει να κάνει: επικριτικό, καταγγελτικό, στρατευμένο., ένα σινεμά που αναδεικνύει τον ρατσισμό, τις προκαταλήψεις, το συστημικό εγκλωβισμό των μειονοτήτων στα γκέτο - κι όχι μόνο γεωγραφικά. Αδιαμφισβήτητα, αυτό το σινεμά χρειάζεται και η Γαλλία αυτή ακριβώς την εποχή. Οταν το φλερτ με τον φασισμό δεν κρύβεται πλέον - είναι γεγονός.
Ο Λι κάνει προσπάθειες να μην υπεραπλουστεύσει ένα τόσο σύνθετο θέμα, να παρουσιάσει τα κακώς κείμενα από όλες τις πλευρές (είναι εξαιρετικός ο χαρακτήρας του μαύρου αντιδήμαρχου, που προέρχεται κι ο ίδιος από τα γκέτο και «πουλάει εξυπηρέτηση» στους κατοίκους, ενώ στην πραγματικότητα κάνει πολιτικές κομπίνες)
Εχοντας στο πλευρό του για ακόμα μία φορά τον Ζουλιέν Πουπάρ, τον διευθυντή φωτογραφίας του, ο οποίος καταγράφει βρώμικα, με κόκκο την ωμή πραγματικότητα της ζωής στο Bâtiment 5. η κάμερα του Λι ξέρει πώς να δείξει τον εγκλωβισμό και την απελπισία, αλλά και την οργή - με παλλόμενη ενέργεια και ιδέες. Υπάρχει ένα γενικό πλάνο που ο φακός πιάνει λοξά το κτίριο της Χάμπι με τους κατοίκους να πετάνε τα υπάρχοντά τους από τα μπαλκόνια όταν έρχονται οι διμοιρίες για να τους πετάξουν έξω, που κόβει την ανάσα.
Ο Λι όμως πάντα πέφτει θύμα ιδεολογικής και σεναριακής αμετροέπειας. Κατασκευάζει φινάλε που εξωθούν την ιστορία σε κρεσέντο υπερβολές, τόσο προβλέψιμες και μελό, τόσο στρατευμένα διδακτικές που «κατεδαφίζουν» το οικοδόμημα που έχτιζε με προσοχή.
Κι ενώ θέλεις να στηρίξεις την κινηματογραφική του αντίσταση, την επανάσταση του περιθωρίου, το αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό.