Ως δεινός πιανίστας της τζαζ στο Παρίσι του μεσοπολέμου, ο ισπανικής καταγωγής Λουί Ζερμέν Νταβίντ ντε Φινές ντε Γκαλάρζα, όπως ήταν το πλήρες του όνομα, συνήθιζε να ψυχαγωγεί τους ακροατές εκτοξεύοντας γκριμάτσες κάθε που έπαιρνε μια στροφή στα πλήκτρα. Σπούδασε έναν χρόνο ηθοποιία, αλλά δεν πίστεψε ποτέ πως θα προσλάμβαναν σε ταινία έναν κοντόλιγνο φαλακρό. Μέχρι που το 1945 η γυναίκα του Ζαν Ντε Μοπασάν, η εγγονή του Γκι, τον έπεισε να δοκιμάσει την τύχη του στο σινεμά.

Ακολούθησαν μικροί ρόλοι σε δεκάδες λαϊκά φιλμ τα επόμενα 18 χρόνια. Μαζί και δεκάδες γκριμάτσες. Σαράντα, πρέπει κάποιος να υπολόγισε ως νούμερο ενδεικτικό. Το λεπτό. Όταν επιτέλους καθιερώθηκε ως πρωταγωνιστής το 1963 ως «Αδέκαρος Εκατομμυριούχος» και θεσμοθετήθηκε ως ο σπουδαιότερος Γάλλος κωμικός μαζί με τον Φερναντέλ την επόμενη χρονιά ως «Χωροφύλακας του Σεν-Τροπέ», αμφότερα του Ζαν Ζιρό, είχε ήδη πάρει το παρατσούκλι «ο άνθρωπος με τα 40 πρόσωπα το λεπτό».

Όχι πως τούτη η ταινία είναι κάτι παραπάνω από μια ανάλαφρα καλοκαιρινή και αφελώς μπουφονική διακωμώδηση της αστυνομικής Αρχής. Το καταλαβαίνεις από την αρχή κιόλας, που ο αυστηρός χωροφύλαξ Λουντοβίκ Κρουσό κυνηγά παράνομους ψαράδες και κλεφτοκοτάδες στο μικρό συντηρητικό του χωριό. Και το εμπεδώνεις στη συνέχεια, καθώς παλεύει να βάλει τάξη στο χαλαρό και κοσμοπολίτικο Σεν-Τροπέ όπου μετατίθεται. Να συμμορφώσει μικροπωλητές, να εκπαιδεύσει τους τεμπέληδες υφισταμένους του να κυνηγήσουν γυμνιστές, να εξαρθρώσει σπείρα κλεφτών έργων τέχνης, να κουλαντρίσει τη μοναχοκόρη της που παριστάνει την πλουσία σε παρέα νέων για να τους εντυπωσιάσει.

Δεν είναι τόσο οι βινιέτες-ανέκδοτα που σε διασκεδάζουν, όσο τα «πρόσωπα» ακριβώς που επιστρατεύει ο Λουί ντε Φινές για τις εμψυχώσει. Οι αντιδράσεις του στους άλλους, το τσαλάκωμα της φάτσας, η τσιρκολάνικη ελαστικότητα στα χείλη, το περιστασιακό «γάβγισμα» στην εκφορά, τα δυο δάχτυλα που προτείνει επίμονα ζητώντας να τον κοιτάει κανείς στα μάτια (σήμα κατατεθέν του), όλα στην υπηρεσία μιας υπερκινητικότητας σπάνιας στα χρονικά της τέχνης της –όχι μόνο γαλλικής- κωμωδίας. Δε χρονομετρήσαμε να δούμε αν δικαιολογείται το παρατσούκλι, πάντως σίγουρα ζαλιστήκαμε από την μοναδική αυτή ικανότητα και το ταλέντο.