Ταινία πολεμικής δράσης και διάχυτης αντρίλας σ' ένα fusion «Rambo» και... «Jumanji» σκηνοθετεί ο συνηθέστερα διευθυντής φωτογραφίας Γουίλιαμ Γιούμπανκ, σε σενάριο του (συνεργάτη του και στο «Signal», Ντέιβιντ Φριγκέριο), επιστρατεύοντας ένα, δύο, τρία, πολλά φουσκωτά από μούσκουλα κουκλιά.
Με τετριμμένα όπως η πολιτική, ιστορική, γεωγραφική ακρίβεια, ξεμπερδεύει γρήγορα ο Γιούμπανκ, τοποθετώντας την ιστορία του στο Βόρνεο, στη θάλασσα Σουλού, όπου «έχουμε πόλεμο, απλώς δεν το ξέρουμε» κι ό,τι δεν ξέρεις πώς μπορεί να σ' ενοχλήσει, αρκεί ο εχθρός να είναι γενικά κακοί, πολύ κακοί μουσουλμάνοι τρομοκράτες. Που είναι. Εκεί, σε μια αληθινά φωτογενή ζούγκλα, πηγαίνει για μυστική (φυσικά) αποστολή μια μονάδα που θα κάλυπτε τουλάχιστον τέσσερις μήνες στο ημερολόγιο Pirelli αν φωτογράφιζε άντρες, ο Λίαμ και ο Λουκ Χέμσγουερθ (που δεν υποδύονται αδέλφια), ο Βρετανός Ρίκι Γουιτλ και ο Μάιλο Βεντιμίλια, πλέον ντούκι. Την επιχείριση ενισχύει από τα μετόπισθεν (δηλαδή από το Λας Βέγκας) ένας έμπειρος πιλότος ντρόουν, ο Ράσελ Κρόου και μερικοί ακόμα.
Μπορεί ο Γιούμπανκ να θέτει ένα πλαίσιο προηγμένης τεχνολογίας, αλλά γρήγορα την απενδύεται για να περάσει στην καρδιά της παραδοσιακής μάχης, όπου οι στρατιώτες του, ο ψάρακας και οι πιο κουλ, διασχίζουν τη ζούγκλα με τα όπλα ανά χείρας σαν να προχωρούν σε πίστες παιχνιδιού, αυξανόμενης δυσκολίας, τεστοστερόνης και γνώσης του ανδρισμού τους, δηλαδή της ικανότητάς τους για βία, αλλά και αδιαφορίας για τους κανόνες και το Σύστημα.
Αν για κάτι αξίζει να θυσιαστεί κανείς βλέποντας την ταινία, είναι για το εμπνευσμένο, σίγουρα αισθητικά, καστ, στην ποδιά του οποίου μπορείς και να σφαχτείς. Πέραν αυτού, ο ρυθμός προχωρώντας χωλαίνει, η ατομιστική ιδεολογία γίνεται οριακά κωμική και, κυρίως, η (δυστυχώς όχι παρωχημένη) φιλοπολεμική τυφλότητα κερδίζει τον πόλεμο.