Η Μαρία κι ο Ινγκβαρ είναι κτηνοτρόφοι και αγρότες σε μία απομονωμένη φάρμα στους πρόποδες των Ισλανδικών βουνών. Η μοναξιά του τοπίου, η σκληρή δουλειά της καθημερινότητας, κι ο πόνος του ότι δεν κατάφεραν να κάνουν παιδιά, έχουν ρίξει τη βαριά σκιά τους στη σχέση του ζευγαριού. Δύο καλοκουρδισμένοι συνεργάτες - στο χωράφι, το τάισμα των ζώων, το καθάρισμα των στάβλων. Αλλά μέχρι εκεί. Οταν μοιράζονται ένα πιάτο φαγητού ή το κρεβάτι τους, η ισλανδική παγωνιά τρυπά και την οθόνη. Κλεφτά χαμόγελα τους ξεφεύγουν, αναμενόμενα, όταν βοηθούν τις προβατίνες να γεννήσουν. Το μεγαλείο της στιγμής, τούς ξεπερνά.

Μέχρι που μία γέννα, όντως θα τούς ξεπεράσει - όπως και θα ξεπεράσει κάθε κοινή λογική. Αλλοι θα επέλεγαν να τη δουν ως «τερατόμορφη». Η Μαρία κι ο Ινγκβαρ όμως την είδαν ως σημάδι, ως θεϊκό δώρο στην άτεκνη μοναξιά τους. Υιοθετούν το υβρίδιο, το ονομάζουν Αντα και το μεγαλώνουν ως παιδί τους. Τι κι αν η προβατίνα που το γέννησε, το διεκδικεί και κλαίει κάτω από το παράθυρό τους; Ο άνθρωπος αποφάσισε να το κρατήσει κι ο Ανθρωπος στη φύση έχει προτεραιότητα. Τι, όχι;

Αναμφισβήτητα, το ντεμπούτο του Ισλανδού Βαλντιμίρ Γιόχανσον ρισκάρει - με μια ιδέα τόσο αλλόκοτη και μια εκτέλεση τόσο τολμηρή, που μπορεί να πετάξει τον μέσο θεατή εκτός κάδρου και... αίθουσας. Αυτό που διαδραματίζεται στην οθόνη φλερτάρει με το γελοίο. Ομως, αν το σκεφτούμε, αυτό δε συμβαίνει και με κάθε λαογραφικό παραμύθι, κάθε συμβολική παραβολή, κάθε παγανιστική/θρησκευτική αλληγορία;

Συνυπογράφοντας το σενάριο με τον Sjón (ο οποίος έγραψε και το «The Northman», την επόμενη ταινία του Ρόμπερτ - "Ο Φάρος"- Εγκερς), ο Γιόχανσον παραθέτει ακριβώς αυτό: μία οικολογική παραβολή για την επιβολή του ανθρώπου στο περιβάλλον, τη παραφύση επέμβασή του στην εξημέρωση της άγριας πανίδας και, πάνω από όλα, την πεποίθηση ότι όλα τα παραπάνω είναι δικαίωμά του.

Και σκηνοθετικά ο Γιόχανσον γεννά ένα υβρίδιο. Είναι ταινία τρόμου και σασπένς; Ναι, με πυκνή ατμόσφαιρα που βασίζεται περισσότερο στην ησυχία των επιβλητικών πλάνων και στα στραβά κάδρα που δείχνουν τον άνθρωπο πάντα μικρό μέσα στο μεγαλειώδες παγωμένο τοπίο. Είναι δράμα; Ετσι τουλάχιστον ερμηνεύουν τους ρόλους τους οι ηθοποιοί, αντιμετωπίζοντας ό,τι συμβαίνει στην οθόνη ως μία οικογενειακή ιστορία. Είναι κατάμαυρη κωμωδία; Η απάντηση κρύβεται στο «What the fuck is this?» - την straight ερώτηση του Πίτερ, του αδελφού του Ινγκβαρ που καταφθάνει μια μέρα στη φάρμα και έρχεται αντιμέτωπος με την Αντα. Ο Γιόχανσον ξέρει πολύ καλά σε τι μάς έχει υποβάλει και μάς κάνει πλάκα.

Η ταινία κέρδισε το Βραβείο Πρωτοτυπίας στο τμήμα «Ενα Κάποιο Βλέμμα» του Φεστιβάλ Καννών. Κι αυτό μάς θύμισε ποια ταινία κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα: το «Titane»της Ζουλιά Ντικουρνό - ένα ακόμα παράδειγμα μίας τολμηρής κινηματογραφικής γραφής, μίας μεταφεμινιστικής αλληγορίας, τόσο αλλόκοτης που ρισκάρει να μην επικοινωνήσει με το θεατή.

Παρόμοιο και το πρόβλημα του «Αμνού». Ειδικά όταν, τόσο η παγερή ατμόσφαιρα όσο κι η απόσταση που επιλέγει ο Γιόχανσον να κρατήσει από τους χαρακτήρες, δεν επιτρέπουν στο συναίσθημα να πάρει το τιμόνι, σε μια ιστορία που -ξεκάθαρα- δεν μπορεί να το πάρει ούτε η λογική. Ο «Αμνός» ποντάρει σε μία ξεκάθαρα εγκεφαλική διεργασία, μία ερμηνευτική διαλεκτική που απαιτεί από το θεατή να ξεπεράσει τα πρώτα, αυθόρμητά του ένστικτα.

Αν τα καταφέρει, θα έχει έναν πολύ ενδιαφέροντα διάλογο να κάνει με τον εαυτό του και την παρέα του, μετά τους τίτλους τέλους. Πώς μέσα στους αιώνες εξημερώσαμε τις γάτες ως κατοικίδια, ή φέραμε σκωτσέζικα τσοπανόσκυλα ή χάσκι του αρκτικού κύκλου στις μεσογειακές χώρες για συντροφιά; Με τι δικαίωμα κρατάμε πουλιά σε κλουβιά στα μπαλκόνια μας; Κάτω από ποιες συνθήκες εκτρέφουν οι κτηνοτρόφοι τα ζώα που καταναλώνουμε; Και μήπως, καταπάτηση στην καταπάτηση, κάποια στιγμή θα έρθουμε αντιμέτωποι με την εκδίκηση της φύσης; Μία, για παράδειγμα, πανδημία;