[προσοχή: Το παρακάτω κείμενο αποκαλύπτει σημαντικά τμήματα της πλοκής που έχουν νόημα για την αφήγηση της ταινίας. Προτείνουμε να διαβάσετε το κείμενο αφού έχετε δει την ταινία.]

Eχοντας «γευτεί» με θαρραλέο τρόπο ανθρώπινη σάρκα στο κανιβαλιστικό, αν και όχι «νόστιμο» σε κάθε του μπουκιά μεγάλου μήκους ντεμπούτο της, «Raw», επιβεβαιώνοντας τα δείγματα σωματοποίησης του τρόμου που είχαν ήδη διαφανεί από το μικρού μήκους της «Junior», η Ζουλιά Ντικουρνό έρχεται με το σαφώς πιο μεγάλο σε φιλοδοξία, προθέσεις και αντίκτυπο, «Titane» για να καθιερωθεί ως μια από τις πιο ιδιοσυγκρασιακές γυναίκες δημιουργούς αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη και τον κόσμο.

Στην ταινία που κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα στο 74ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών, η 37χρονη σκηνοθέτης και σεναριογράφος, μεγεθύνει τις διαστάσεις του σινεμά της, δίνει οπερατικές διαστάσεις στο (ψευδό) genre του horror από το οποίο ξεκινάει πάντα την προβληματική της (πριν χαθεί σε αχαρτογράφητα μονοπάτια…) και παραδίδει μια διάτρητη από παντού ταινία, με ισόποσες δόσεις υπερβολικής αμηχανίας και υπερβολικής γοητείας που είναι οι ίδιες, ανάλογα από το με ποια οπτική γωνία τις βλέπει κανείς.

Χωρισμένη σε δύο διακριτά μέρη, η ταινία ξεκινάει από το σημείο 1 και φτάνει στο σημείο 2 (και λίγο παραπέρα), ομολογουμένως σε μια από τις πιο απρόσμενα ανορθόδοξες διαδρομές που έχουμε δει τελευταία στο σύγχρονο σινεμά.

Στο πρώτο μέρος, η Ντικουρνό μάς συστήνει την Αλεξιά, ένα κορίτσι που όταν ήταν παιδί υποβλήθηκε σε μια εγχείρηση μετά από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, υποχρεωμένη να ζει με ένα μέταλλο (τιτάνιο, απ' όπου κι ο τίτλος της ταινίας) μέσα στο κεφάλι της εφ' όρου ζωής, εξαιτίας του οποίου θα αναπτύξει και μια ανεξήγητη έλξη προς τα αυτοκίνητα. Ζωντανός θρύλος σε μια μάντρα με γρήγορα αυτοκίνητα, στην οποία η Αλεξιά αποθεώνεται ως στρίπερ από άντρες που την επιθυμούν αλλά αυτή δεν αντέχει ούτε να τους βλέπει, θα κάνει ένα βράδυ σεξ με ένα αυτοκίνητο και θα μεταμορφωθεί σε μια κατα συρροή δολοφόνο, σκοτώνοντας μια κοπέλα για την οποία θα νιώσει μια ρομαντική έλξη αλλά και μια σειρά από αθώους που θα βρεθούν στο δρόμο της.

Κυνηγημένη, μόνη, έγκυος με κάτι που δεν είναι απαραίτητα ένα μωρό, η Αλεξιά θα υποδυθεί τον Αντριάν, ένα αγόρι που εξαφανίστηκε εδώ και χρόνια και θα «επιστρέψει» για να συναντήσει τον πατέρα του, που τον περιμένει σαν την τελευταία του ελπίδα στη ζωή. Η Αλεξιά θα κρύψει το φύλο της, την εγκυμοσύνη της και την ταυτότητα της, κερδίζοντας χρόνο και μια ευκαιρία στο να εξιλεωθεί, να ζήσει μια «κανονική» ζωή, να νιώσει ελευθερία, αγάπη και προστασία- βλ. και ελευθερία, ισότητα, αλληλεγγύη, καθώς ακόμη και η ίδια η Ζουλιά Ντικουρνό (δεν) νιώθει δέος όταν χρησιμοποιεί τη γαλλική σημαία σε μια από τις πιο κομβικές στιγμές μιας ταινίας που μάλλον τραβηγμένη από τα μαλλιά θα την χαρακτήριζες πολιτική με την στενή ή και πιο ευρεία έννοια του όρου.

Είναι αδύνατον να μην παραδεχτείς ότι ξαφνικά στο δεύτερο αυτό μέρος, το «Titane» γίνεται η πραγματικά πρωτότυπη, προκλητική, θαρραλέα ταινία που ευαγγελίζεται από την κατασκευή της (και δυστυχώς το hype της); μια βιβλική ιστορία «αγάπης» πακεταρισμένη στο πιο ψυχρό, κυνικό και σχεδόν αποκρουστικό περιτύλιγμα που θα μπορούσες ποτέ να σκεφτείς. Οπως, όμως, είναι αδύνατον να βρεις λογική και νόημα στο πρώτο μέρος που μοιάζει με κάτι από - χωρίς λόγο - Ταραντίνο, μια δωρεάν - και ολίγον τι γελοία - επίδειξη (σκηνοθετικής) βίας που, εκτός από παρωχημένη πια, αφήνει μετέωρη την ηρωίδα του «Titane» χωρίς ποτέ να της δίνει παρελθόν, κίνητρα, αιτίες και αφορμές, μια σχηματική φιγούρα μιας οργισμένης γυναίκας που στρέφεται κατά των πάντων και ικανοποιείται σε ισχυρές δόσεις αμορτισέρ και μπουκωμένης εξάτμισης.

(Παρένθεση) Αν η πιο προφανής κινηματογραφική αναφορά του «Titane» είναι το (αριστουργηματικό) «Crash» του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ (δεδομένου ότι όλο το μικρό μέχρι τώρα έργο της Ντικουρνό θυμίζει ταυτόχρονα τον πρώιμο και τον μεταγενέστερο Καναδό), είναι σαφής η έλλειψη κέντρου βάρους αλλά και η εμμονή με το σώμα, τις αμυχές του, τη δύναμη που προσδίδει ως κυριάρχος πυρήνας μια νέας εξουσίας που απέχει πολύ από την ωμή, κλινική, προκλητική ως δυστοπική προφητεία, σεξουαλική παρέκκλιση, θρίαμβο της διαφορετικότητας χρήση του σώματος στο έργο του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ.

Διχασμένο τελικά, το «Titane» ξεκινάει από ένα φτηνό και (θα ήθελε) απενοχοποιημένο fun horror (πόσο το έχουμε ξαναδεί το ανάλογο «24.000 Baci» του Αντριάνο Τσελεντάνο στην κορύφωση του μακελειού;) για να εξελιχθεί με ύπουλο (για καλό) τρόπο σε ένα διαπροσωπικό μελόδραμα που αποδομημένο μέχρι και την τελευταία του ινα, αρχίζει να ψελλίζει κάτι από την παραβολή που μοιάζει να θέλει να ολοκληρώσει - κάτι σαν την άμωμο σύλληψη, την υπέρτατη θυσία για το ανθρώπινο είδος και το ίδιο το τέλος ή την αρχή του κόσμου μαζί. Ενδιάμεσα η Ντικουρνό εξερευνά τις έννοιες της θηλυκότητας, του ανδρισμού, της έμφυλης ταυτότητας και της κρυφής σεξουαλικότητας μέχρι και του ομοερωτισμού, σε ένα ρευστό αλλά όχι και ξεκάθαρο μανιφέστο γύρω από τη διαφορετικότητα που φωνάζει - και κορυφώνεται ουρλιάζοντας - την ίδια στιγμή που μπερδεύει για τις «για την πρόκληση» προθέσεις του.

Το «μέταλλο» της ταινίας είναι η Αγκάτ Ρουσέλ. Σαρωτική ως Αλεξιά στις πρώτες σκηνές της ταινίας, αναδεικνύεται ισοπεδωτική ως Αντριάν, σε μια ερμηνεία επώδυνα (όχι μόνο λόγω του προσθετικού μακιγιάζ) και διαρκώς αποκαλυπτικά σωματική όπως αρμόζει στην ίδια την υφή της ταινίας - σύμβολο η ίδια μιας γυναικείας μετάλλαξης που απεκδύεται την κοινωνική ταυτότητα της για να ελευθερωθεί μέσα από την ίδια την υιοθέτηση και ταυτόχρονη ανατροπή του πατριαρχικού προτύπου. (Σε μια από τις καλύτερες/χειρότερες σκηνές ταινίες, ο ερωτικός χορός του Αντριάν σε αντίστιξη με τον ερωτικό χορό της Αλεξιά στην αρχή της ταινίας.)

«Δυστυχώς» γι’ αυτήν, η φωτιά που καίει το μέταλλο του «Titane» είναι ο Βενσάν Λεντόν, στον ίσως ρόλο της ζωής του. Με εμφανή την προπόνηση ενός έτους στο (συχνά full… back) σώμα του, αλλά κυρίως την αφοπλιστική αρτιότητα στην ισορροπία ανάμεσα στο ματσίσμο και τη θηλυκότητα, ο 62χρονος ηθοποιός δίνει τη μόνη ψυχή που διαθέτει αυτή η ταινία, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα το ρόλο σταθεράς αλλά και αποσταθεροποιητικού παράγοντα.

Ποιου τελικά την ιστορία αφηγείται το «Titane», ενός παιδιού που αναζητά αποδοχή ή ενός πατέρα που αναζητά να γεμίσει με οποιοδήποτε τρόπο το κενό μιας απώλειας; Τι ιστορία τελικά αφηγείται το «Titane», μια ιστορία εξιλέωσης ή μια ιστορία αγάπης; Τι είναι τελικά το «Titane»: μια ταινία που χρησιμοποιεί την πρόκληση για να εκμαιεύσει την προσοχή του θεατή ή μια ταινία που εξαντλείται στην πρόκληση πριν προλάβει να φτάσει στον θεατή;

Ερωτήσεις, ναι. Αυτό περιμένει κανείς από κάθε (καλή) ταινία. Το «Titane» ασχολείται τόσο πολύ με την κατασκευή του (και τη διαρκή του πρόθεση να είναι «μεταλλικό», ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) που όχι μόνο αγνοεί τις περισσότερες από τις ερωτήσεις που αντέχει να διατυπώσει, αλλά αδιαφορεί για το γεγονός ότι ο θεατής δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τις απαντήσεις.

(Ακόμη μία) «ταινία - σοκ», για όλους τους λάθος λόγους.