Σε μια έρημη, άγονη παραλία ζει η Τζελσομίνα με τη χήρα μητέρα της και τα 6 μικρότερα αδέλφια της. Τους γνωρίζουμε τη στιγμή που η μάνα πουλάει την κόρη της για 10.000 λίρες στον άξεστο Ζαμπανό, έναν περιοδεύων «Κουταλιανό» που η ατραξιόν του είναι να σπάει αλυσίδες με το δυνατό του στήθος. Ο Ζαμπανό ήταν παντρεμένος με την αδελφή της Τζελσομίνα, αλλά εκείνη πέθανε, οπότε επέστρεψε με την απαίτηση να την αντικαταστήσει. Μόνο που, όπως τον προειδοποιεί η μητέρα της, η Τζελσομίνα είναι λίγο «πειραγμένη στο μυαλό» - αφελής, αλαφροΐσκιωτη, βλέπει τον κόσμο με άλλα μάτια. Δεν πειράζει. Εκείνος μπορεί να μάθει κόλπα ακόμα και σ' έναν σκύλο. Κάπως έτσι, το αταίριαστο ζευγάρι ξεκινά μια Οδύσσεια επιβίωσης και αυτογνωσίας στην φτωχική, εξαθλιωμένη, μεταπολεμική Ιταλία. Κι όπως σε κάθε Οδύσσεια, όλοι οι δρόμοι επιστρέφουν σε σένα.
Το «La Strada» ήταν η πρώτη ταινία του μαέστρο που πάντρεψε τις νεορεαλιστικές του ρίζες με το λυρικό, ονειρικό, συμβολικό σύμπαν του, που μέσα στα χρόνια μάθαμε να αποκαλούμε «φελινικό». Πολύ πριν μάς συστήσει τα «La Dolce Vita», «8 1/2», «Amarcord», πολύ πριν εξοικιωθούμε με την ποίηση της εικόνας του και τις αυτοβιογραφικές εμμονές του με τη θρησκεία, τη σεξουαλικότητα, τη μνήμη, τη φαντασία, ήρθε αυτή η (φαινομενικά) απλή ιστορία της φτωχής, αγαθόπιστης κοπέλας και του μπρούτου, κυνικού άντρα που περιπλανούνται στη στράτα της ζωής, ο ένας με αυτοσκοπό την τυχοδιωκτική, ηδονιστική επιβίωση κι άλλη με ανάγκη την ενσυναίσθηση, τη συμπόνοια, την αγάπη.
Παρόλο που η ταινία κέρδισε το 1954 τον Αργυρό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας και, μετά από 50 ακόμα διακρίσεις, το Οσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, είχε υποτιμηθεί στην εποχή της. Οι Ιταλοί κριτικοί δεν την κατάλαβαν, την βρήκαν απλοϊκή και της προσέδωσαν εξηγήσεις και νοήματα που ο ίδιος ο Φελίνι είχε αποκυρήξει. Μιλάει για το γάμο; Για τη προ-φεμινιστική μοίρα της γυναίκας/σκλάβας ενός άντρα; Είναι επηρεασμένη από τον θρύλο που θέλει τον σκηνοθέτη να γεννήθηκε πάνω σ' ένα κινούμενο τρένο – για αυτό και η ψύχωσή του με «το δρόμο», τα περιοδεύοντα μπουλούκια, το τσίρκο, τους παλιάτσους, τις αρτίστες;
Ο ίδιος ο Φελίνι είχε κάποτε υπογράψει το 600 σελίδων σενάριό του (με τόση λεπτομέρεια είχε αποδώσει το όραμά του) με τη φράση «αυτή είναι η πιο αντιπροσωπευτική ταινία μου – η πρώτη αποτύπωση της μυθολογίας μου και μια επικίνδυνη αναπαράσταση της ταυτότητάς μου...»
Και η αλήθεια είναι ότι το σύμβολο του δρόμου στέκεται ξεκάθαρο – ξεπερνά την ιστορία των χαρακτήρων, την προσωπική αναζήτηση του Φελίνι ως καλλιτέχνη, γίνεται σταυροδρόμι ταύτισης με την προσωπική διαδρομή του κάθε θεατή. Γιατί η κάμερα του Φελίνι περιπλανιέται μαζί με τους ήρωές της – τους παρατηρεί με ωμό ρεαλισμό, αλλά τους συναισθάνεται, τους καταλαβαίνει και τους αποδέχεται με λυρική τρυφερότητα (με τη συνοδεία του εκπληκτικού μελαγχολικού μουσικού σκορ του Νίνο Ρότα). Πώς επιβιώνει ο άνθρωπος σε αυτή τη ζωή; Αλλοι με σκληρότητα, άλλοι με ιδιοτέλεια, άλλοι με κόλπα, άλλοι με πίστη στο Θεό και τα θαύματα (η σεκάνς της θρησκευτικής λιτανείας δεσπόζει στην ταινία), άλλοι καταφεύγοντας στη φαντασία τους. Οπως η Τζερσομίνα. Ή όπως όλοι μας στο σινεμά.
Μία από τις ερωτήσεις που δεσπόζουν όμως στην ταινία είναι ποιος είναι τελικά ο πραγματικά δυνατός. Το σώμα ή η καρδιά; Το σύμβολο του Ζαμπανό – του άντρα που μασάει σίδερα, αλλά οι ανάγκες του είναι επιδερμικές και η αντίληψή του μονοσύλλαβη, στέκεται σε σπαραχτική αντίθεση με αυτό της Τζερσομίνας. Μίας γυναίκας/παιδί που η αθωότητά της, η λαχτάρα της να αγαπήσει και να αγαπηθεί, να έχει προορισμό σε αυτό το δρόμο, την κάνει στα μάτια όλων «ζαβή», «τρελή», «καθυστερημένη». Ποιος είναι πιο δυνατός τελικά – εκείνος που εκμεταλλεύεται ή εκείνη που απλόχερα προσφέρει; Εκείνος που εξαπατά ή εκείνη που εμπιστεύεται; Εκείνος που την εγκατέλειψε ή εκείνη που τον άφησε να φύγει;
Ο Αντονι Κουίν είναι γενναιόδωρος στην αποτύπωση του μονοσήμαντου, σκληροτράχηλου Ζαμπανό, αλλά, αναμφίβολα, η καρδιά της ταινίας είναι η Τζουλιέτα Μασίνα. Η σύζυγος του Φελίνι δίνει μία tour-de-force, ακοπιάριστη ερμηνεία - τόσο μελετημένη στη λεπτομέρειά της που δεν ξεφεύγει ποτέ στο μελό και τόσο πηγαία που αυτόματα σε στοιχειώνει. Η Τζερσομίνα της, η κακότυχη Σταχτοπούτα που δεν θα πείσει ποτέ τον κυνικό, μάτσο Πρίγκιπα να την ερωτευθεί, είναι μία τραγική και συνάμα αστεία, καλοκάγαθη φιγούρα. Με αριστοτεχνική παντομίμα, καρτουνίστικο σκέρτσο και σπουδή στο σλάπστικ, η Μασίνα μπορεί αβίαστα να γλιστρήσει στο πνεύμα και την κίνηση μίας θηλυκής Σαρλό (ο ίδιος ο Τσάπλιν την είχε κατονομάσει ως «μία ηθοποιό που σέβεται απεριόριστα») και στο αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο να βυθιστεί στην πιο μεστή, υγρή, εμβριθή μελαγχολία. Το θλιμμένο της χαμόγελο σου σπαράζει την καρδιά. Ερωτεύεσαι τα μεγάλα, ελαφίσια, εκφραστικά της μάτια που γελούν και κλαίνε στην ίδια ανάσα.
Η ταινία τελειώνει όπως ξεκίνησε. Σε μία παραλία (όπως αρκετές από τις αγαπημένες ταινίες νεορεαλισμού - από τα «400 Χτυπήματα», μέχρι τα «Γλυκά Δεκάξι»). Συνήθως η θάλασσα είναι σύμβολο ονείρων, στόχων – ο ορίζοντάς της είναι μακριά. Σε ρουφά και σε περιμένει. Αν δεν προσέξεις όμως, αν δεν σεβαστείς όσους συνοδηγούς έφερε η ζωή στο διάβα σου, μπορεί να καταλήξεις μόνος. Γιατί η θάλασσα λειτουργεί κι ως όριο, ως τέλος. Ως αδιέξοδο όλων των δρόμων.