H Eστέλ φτάνει στην καρδιά του αμερικανικού ονείρου: την Time Square. Παράνομη μετανάστρια από ένα μικρό μεξικανικό χωριό, χωρίς να μιλάει λέξη αγγλικά, ψάχνει το «The Grill». Εκεί δουλεύει εδώ και χρόνια ο Πέδρο, ένας μεγαλύτερος συγχωριανός της, και η μητέρα του τη διαβεβαίωσε ότι θα την τακτοποιήσει κι εκείνη στην κουζίνα. Η Εστέλ πράγματι προσλαμβάνεται από τον Ρασίντ, τον ιδιοκτήτη που θυμίζει κακό ταινίας Τζέιμς Μποντ, όχι όμως γιατί ο Πέδρο μεσολάβησε - εκείνος, ούτε που τη θυμάται. Άλλωστε τον πετυχαίνει και σε μία πολύ δύσκολη μέρα: η αμερικανίδα κοπέλα του, η σερβιτόρα Τζούλια, είναι έγκυος και το μεσημέρι θα κάνει έκτρωση, Άδικα προσπαθεί να της αλλάξει γνώμη - να κρατήσουν το μωρό, να την πάρει μαζί του στο Μεξικό, να ανοίξουν εκεί το δικό τους εστιατόριο, να έχουν χρήματα και σεβασμό. Η Τζούλια δεν ονειροβατεί. Έχει γνωρίσει από μικρή τις δυσκολίες της ζωής και του βιοπορισμού. Από τη στιγμή που κατεβαίνεις τη σκάλα που χωρίζει το εστιατόριο με τους ανέμελους τουρίστες με την κουζίνα, η ελπίδα σιγοτσιγαρίζεται, μαραίνεται και σβήνει - με κυνισμό, κόλιανδρο και barbecue sauce.

Βασισμένο στο «The Kitchen» (1957), το διάσημο θεατρικό του συγγραφέα Σερ Αρνολντ Γουέσκερ (ο οποίος στις δεκαετίες του 50 και του 60, έβαλε φωτιά στο βρετανικό θέατρο με τα σοσιαλιστικού ρεαλισμού έργα του), το «La Cocina» του Αλόνζο Ρουϊσπαλάσιος μεταφέρει τη δράση και τον πολιτικό του σχολιασμό στα νεοϋορκέζικα υπόγεια. Στις ατσάλινες λαμαρίνες, τα ψυγεία, τα τηγάνια και τις φωτιές, όπου καταφεύγουν χιλιάδες μετανάστες με το όνειρο της πράσινης κάρτας και μιας καλύτερης ζωής. Μεξικάνοι, Πορτορικάνοι, Αλβανοί, Σέρβοι, Ελληνες συναντιούνται πάνω από τα grill και βρίσκουν μία κοινή γλώσσα επιβίωσης. Δίπλα τους, και τα φθηνά αμερικανικά εργατικά χέρια - φοιτήτριες σερβιτότερες, ξεπεσμένοι αλκοολικοί σεφ, white trash ψήστες, αφροαμερικανοί λαντζέρηδες.

Γυρισμένο σε πανέμορφο, αστραφτερό ασπρόμαυρο (ο DP Χουάν Πάμπλο Ραμίρεζ κάνει θαύματα με τους φωτισμούς, τις σκιές, την κίνηση της κάμερας που μοιάζει να χορεύει υγρά ανάμεσα στους ήρωες) το επικό μελόδραμα του Ρουϊσπαλάσιος θα μπορούσε να είναι αριστούργημα - ένα νέο «Ρόμα».

Ομως δεν είναι. Θέλαμε πάρα πολύ να κάτσουμε στο τραπέζι των εργατών και να ακούσουμε τις ιστορίες τους. Νιώσαμε όμως ότι δεν έχουμε θέση. Ο ναρκισσισμός, η σοβαροφάνεια, η μεγαλοστομία της ταινίας πλήττει τόσο τον λόγο (η διδακτική, συνεχής ρητορεία απωθεί τον θεατή με το κουνημένο δάχτυλο που του απευθύνεται) όσο και τη σκηνοθετική επιδεξιότητα.

Ο Ρουϊσπαλάσιος είναι αναμφίβολα ταλαντούχος, όμως κρατά την κάμερα με αμετροεπή επιδειξιομανία. Θέλει να τα χωρέσει όλα - την εικονογραφία της κουζίνας ως εμπόλεμης ζώνης (πολύ καλύτερα τα καταφέρνει το τηλεοπτικό «The Bear») την slow motion κινηματογράφηση αστακών που γεμίζουν τη βιτρίνα του ενυδρείου πλαισιώνοντας ονειρικά το πρόσωπο της Ρούνι Μάρα, μία neon σκηνή σεξ στα ψυγεία με κοντινό στο σπέρμα πάνω στο κρέας που θα σερβιριστεί μετέπειτα, μία σουρεαλιστική σεκάνς του πλημμυρισμένου από Cherry Coke δαπέδου που χορογραφεί τη συνέχεια των ρυθμών των σερβιτόρων ως εξπρεσιονιστικό μιούζικαλ.

Οπως και στη γαστρονομία, έτσι και στο σινεμά θα πρέπει να έχει κανείς εμπιστοσύνη στην στιβαρότητα των καλών υλικών (όπως οι ηθοποιοί σου που θυσιάζεις). Είναι γνωστό: τα πολλά, βαριά καρυκεύματα οδηγούν σε βαρύ στομάχι. Για αυτό και το «La Cocina» κορυφώνεται σε μία αλά Ρούμπεν Εστλουντ εμετική υστερία. Χωρίς όμως το -πολύτιμο- αυτοσαρκαστικό χιούμορ.