Η Ναντίν, μία κάποτε φιλόδοξη στάρλετ και νυν ξεπεσμένη σαραντάχρονη ηθοποιός, έχει καταλήξει να πληρώνει το νοίκι παίζοντας σε soft porn και δευτεροκλασάτα σπλάτερ. Ο Σερβέ, ένας συνομήλικός της φωτογράφος, ξεπληρώνει τα χρέη και τις αμαρτίες του πατέρα του, φωτογραφίζοντας με εχεμύθεια τις πριβέ παρτούζες που στήνονται στα VIP πάρτι της υψηλής κοινωνίας. Οταν σ' ένα πλατό ο φακός του κοιτάξει κατάματα και αδιάκριτα την Ναντίν, οι δύο τους θα αναγνωριστούν και θα ερωτευτούν ακαριαία, αλλά αυτό δε σημαίνει τίποτα. Η Ναντίν είναι παντρεμένη με έναν καλόκαρδο loser, έναν άντρα που δεν τη θέλει για το κορμί της (είναι ανίκανος) αλλά την έσωσε από την απόλυτη προσωπική παρακμή και της πρόσφερε καταφύγιο. Ο Σερβέ κατεστραμμένος από την ασυδοσία του πατέρα του, ξοδεύεται σε ερωτικά τρίγωνα, ζει μοναχικά και προτιμά να μην πλησιάζει πολύ κοντά στον έρωτα – τον παρακολουθεί από το φακό του, τον σιχάθηκε. Θέλει όμως να προσφέρει κάτι στη Ναντίν: χρεώνεται ακόμα περισσότερο στους μαφιόζους δανειστές του και χρηματοδοτεί μυστικά μία θεατρική παράσταση του «Ριχάρδου Γ», ώστε εκείνη, για πρώτη φορά, να συναντηθεί με έναν μεγάλο όνειρο κι έναν μεγάλο ρόλο.

Στην τρίτη ταινία της καριέρας του (στο απόλυτο αριστούργημά του και ειρωνικά στην μόνη που έχει σχεδόν απαρνηθεί) ο Αντρέι Ζουλάφσκι βασίζεται αμυδρά κι ελεύθερα στο μυθιστόρημα του Κρίστοφερ Φρανκ «Αμερικανική νύχτα» (καμιά σχέση με την ομώνυμη ταινία του Τρυφώ) για να πλάσει ένα καθαρά δικό του φιλμικό δοκίμιο πάνω στον έρωτα, την αποτυχία στη ζωή και την προσπάθεια επιτυχίας στο απόλυτο ψέμμα της: το σινεμά.

«Ολος ο κόσμος είναι μια σκηνή και όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, ηθοποιοί», λέει ο Σαίξπηρ κι ο Ζουλάφσκι εξετάζει ακριβώς αυτό: πώς ζούμε τις ζωές μας πίσω από μάσκες, ρόλους, πώς κρυβόμαστε πίσω από τις ατάκες μας, πώς ακόμα και στον έρωτα είμαστε μεγάλοι θεατρίνοι.

Η εμμονή, ο πόνος της απόρριψης, η ερωτική ανικανότητα σε αντίστιξη με τη σεξουαλική διαστροφή – όλα τα γνωστά θέμα του Ζουλάφσκι είναι παρόντα, καθόλου τυχαία όμως ο κόσμος του είναι ένας κόσμος αντανάκλασης, διαστρεβλωμένος από φακούς, κάμερες και θεατρικές πρόβες. Οι ήρωές του δεν ζουν τις ζωές τους, τις αποφεύγουν, κρατούν τον έρωτα σε απόσταση. Ο ένας προτάσσει τη φωτογραφική μηχανή ως ασπίδα, η άλλη ερμηνεύει (ή αδυνατεί να ερμηνεύσει), ο ανίκανος σύζυγος (σε στιγμές κομπάρσος και κλόουν) δεν μπορεί να συμμετέχει, οπότε απλά παρατηρεί και «συλλέγει κινηματογραφικά μεμοραμπίλια» (το πόστερ του King Kong, ενός αταίριαστου, ανικανοποίητου, ανώφελου έρωτα δεσπόζει πάνω από το κρεβάτι του). Κάπως έτσι έχει συλλέξει και τη γυναίκα του.

Η ίδια η φόρμα όμως του Ζουλάφσκι είναι εκείνη που υπογραμμίζει το «ψέμμα». Κινηματογραφώντας τα πάντα ως μία σουρεαλιστική φιλμική οπερέτα, με σκηνές που μοιάζουν μεμονωμένες και γυρισμένες με άκρατο στυλιζάρισμα και θεατροποιημένη πρόζα, πλημμυρίζοντας το σύμπαν του με κακοφορμισμένους ήρωες που αναλώνονται σε αταίριαστη υστερία, δεν αφήνει ποτέ το θεατή να χαλαρώσει στον νατουραλισμό όσων συμβαίνουν. Τη στιγμή που η ιστορία θα βρει τρόπο να συγκινήσει, ο Ζουλάφσκι θα βουτήξει την κάμερα σ' ένα απότομο τράβελινγκ (πόσο υπέροχη η συμβολική σκηνή του φιλιού με τον Κλάους Κίνσκι), θα δυναμώσει (πολλές φορές και στη μέση ενός διαλόγου, ακολουθώντας το δάσκαλο Γκοντάρ) την έντονη, σπαραχτική μουσική του Ζορζ Ντελρί, θα σε πετάξει έξω. Βλέπουμε σινεμά, όλα είναι ψεύτικα. Κι ας λένε τις πιο μεγάλες αλήθειες.

Αν βλέποντάς την νιώθετε ότι χάνεστε στην παρανοϊκή της ατμόσφαιρα, στο παροξυσμικό τόνο της, στο σουρεαλισμό της, κρατήστε ως πυξίδα το πρόσωπο της Ρόμι Σνάιντερ. Στην ομολογουμένως καλύτερη ερμηνεία της καριέρας της (Σεζάρ Α' Γυναικείου ρόλου) μεστή, μεγαλωμένη, ουσιαστικά όμορφη, η 43χρονη πρωταγωνίστρια ξεβάφει μια και καλή την «Πριγκίπισσα Σίσυ» από την επιδερμίδα της και επιτρέπει σε ό,τι κρυβόταν από πίσω να ξεγυμνωθεί σ' ένα σπαραχτικό στριπ τιζ. Πόνος, απελπισία, ανασφάλεια, ματαίωση. Σ' έναν ειρωνικά προφητικό ρόλο για τις τραγωδίες που επιφύλασσε η ζωή της, η Σνάιντερ ξεδιπλώνει την εύθραυστη παλέτα της, βουρκώνει, παγώνει, οργίζεται, παραιτείται. Ερμηνεύει τη γυναίκα που λάμπει και σκοτεινιάζει στο ίδιο βλέμμα. Αρκεί να θυμηθεί όσα η ζωή υποσχέθηκε κι όσα δεν έφερε ποτέ.

Ο Ντοστογιέφσκι στο «Ερωτας και Τιμωρία» γράφει ότι «αυτή είναι η ιστορία μίας γενιάς». Αναρωτιόμαστε αν ο Ζουλάφσκι επιχειρεί κάτι τόσο επικά παρόμοιο για το θάνατο των 60ς με τον ερχομό των 70ς. Μέσα από το βάρβαρο, κυνικό και πικρόχολο στίγμα της ταινίας, ποτέ δεν κρίνει (θα ήταν τόσο μπανάλ για έναν τέτοιο καλλιτέχνη) αλλά σίγουρα αναρωτιέται: βρήκε ο δυτικός την ευτυχία, τον έρωτα, την πολυπόθητη ελευθερία του μέσα από την εξιδανικευμένη επανάσταση της δεκαετίας του 60; Ή ήρθε ο χρόνος και έφερε απλά τον λογαριασμό; Κι αν όλα τα κατακτήσαμε, γιατί νιώθουμε ξεβρασμένοι, ξοφλημένοι, δυστυχείς;

Η Ναντίν ήταν κάποτε όμορφη. Το εκμεταλεύτηκε, το στράγγισε, το έζησε - επένδυσε στο ότι αυτό θα της φέρει επιτυχία, ευτυχία, αγάπη. «Νιώθω χαμένη. Γριά. Ημουν έτοιμη να τα δώσω όλα και κανένας, κανένας, κανένας δεν έδωσε κάτι παραπάνω». Κάποτε υπερσεξουαλική τώρα αυτοτιμωρείται - κρύβεται σ' έναν ευνουχισμένο γάμο ευγνωμοσύνης, ενοχής και μοναξιάς. Ο Σερβέ, το αρχετυπικά αρρενωπό αρσενικό, δεν κάνει σεξ στη γυναίκα που αγαπάει. Φοβάται μη λερώσει το συναίσθημά του. Είναι παιδί ενός παιδιού της σεξουαλικής επανάστασης και με το φακό που ονειρεύτηκε τέχνη, τώρα κοιτά «τον πάτο της τουαλέτας». Και οι υπόλοιποι δευτεραγωνιστές, οι απατημένοι σύζυγοι, οι κομπάρσοι της ιστορίας και της ζωής, όταν παραδεχθούν την περιφρόνηση και την αποτυχία, αυτοκτονούν. Ισως, ως τελευταίο δείγμα ρομαντισμού, ο Ζουλάφσκι επιτρέπει σε κάποιους ακόμα να πεθαίνουν από έρωτα.

Γιατί και η ταινία παίζει θέατρο. Φορώντας την αποτρόπαια μάσκα ενός κυνικού αμοραλιστικού κόσμου, φλερτάροντας με το γκροτέσκο και υποβάλλοντας τον θεατή σε μία σαδιστική αποκαθήλωση συναισθημάτων, είναι στην ουσία βαθιά ρομαντική, συμπονετική και οριακά αισιόδοξη: τελειώνει κλέβοντας την καρδιά σου, την κρατά, ματωμένη, στα χέρια της.

Διαβάστε ακόμη: Οι υπέροχες θερινές επανεκδόσεις που έπεσαν στην Γη - με τον τρόπο της Bibliotheque