Επειτα από έναν οδυνηρό χωρισμό, η νεαρή Ιρίνα βρίσκει τον εαυτό της παγιδευμένο σε μια ζωή χωρίς νόημα: οι σπουδές της τής προκαλούν πλέον ανία και οι προσπάθειές της να βρει δουλειά αποβαίνουν άκαρπες. Απογοητευμένη και βέβαιη πώς χρειάζεται ένα διάλειμμα από την καθημερινότητά της, αποφασίζει αυθόρμητα να δεχτεί μια πρόταση για καλοκαιρινή εργασία σε μια παραδοσιακή βιοτεχνία κλωστοϋφαντουργίας στην Κιρσία, ένα απομακρυσμένο χωριό στα δάση της Φινλανδίας.
Ακόμα κι αν αποδεχτεί κανείς ως σύμβαση το εξωφρενικό εύρημα πως μια σύγχρονη κοπέλα θα δεχόταν τόσο εύκολα να εγκαταλείψει τα εγκόσμια για μια μυστηριώδη δουλειά στη μέση του πουθενά, δύσκολα θα μπορέσει να καταπιεί τα όσα ακολουθούν σε αυτό το ανεξάρτητο φινλανδικό φιλμ μυστηρίου που βασίζεται στο ομώνυμο θεατρικό έργο της Νέα Βιταμάκι (η συγγραφέας εμφανίζεται μάλιστα στην ταινία ως ηθοποιός).
Η ιδέα μιας απομονωμένης κοινότητας που ζει σε αρμονία με τη φύση, μακριά από την τεχνολογία και τις διαβρωτικές επιπτώσεις του σύγχρονου πολιτισμού, αλλά κρύβει επικίνδυνα μυστικά κάτω από την ειδυλλιακή επιφάνεια, έχει αξιοποιηθεί πολλάκις στο παρελθόν από το σινεμά τρόμου: από το κλασικό «The Wicker Man» (1973) μέχρι το «Σκοτεινό Χωριό» (2004) του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν. Tο ντεμπούτο του Ρούπε Ολένιους, ωστόσο, ούτε εκμεταλλεύεται ικανοποιητικά το όποιο παγανιστικό σκηνικό ούτε έχει να προτείνει μια εξίσου πειστική (και ανησυχητική) σεναριακή κατασκευή.
Αντιθέτως, τα πάντα, από τους παιδαριώδεις διαλόγους μέχρι τις άνισες ερμηνείες και την άγαρμπη σκηνοθεσία, «φωνάζουν» ερασιτεχνισμό, συχνά κάνοντάς σε να αναρωτιέσαι αν παρακολουθείς μια παντελώς αποτυχημένη κωμωδία ή μια (εξίσου ατυχή) ταινία τρόμου. Πάνω απ’ όλα, όμως, σχεδόν σύσσωμοι οι χαρακτήρες μοιάζουν να στερούνται στοιχειώδους λογικής. Από την πρώτη στιγμή που η Ιρίνα κατεβαίνει από το λεωφορείο κι αναγκάζεται να περπατήσει δέκα χιλιόμετρα(!) για να φτάσει στη βουκολική Κιρσία, τα πάντα δείχνουν αποθαρρυντικά, πόσο μάλλον όταν συναντά τους αλλόκοτους χωριανούς, οι οποίοι κάνουν ακόμα και τους εκκεντρικούς κατοίκους του Twin Peaks να μοιάζουν με πρόσχαρους υπεύθυνους δημοσίων σχέσεων. Εκείνη, ωστόσο, δέχεται αδιαμαρτύρητα και με πρωτοφανή αφέλεια τον υποτίθεται απλοϊκό επιστροφή-στη-φύση τρόπο ζωής τους, λες κι χωρισμός της δεν την έκανε απλά συναισθηματικά ευάλωτη αλλά και ανεγκέφαλη. Οι οικοδεσπότες της, από την άλλη, μολονότι φαντάζουν αλλόκοτοι από την πρώτη στιγμή, μοιάζουν λιγότερο δυσοίωνοι και απειλητικοί και περισσότερο απλά... χαμηλών νοητικών ικανοτήτων, σαν να πρόκειται για προϊόν αιμομιξίας, κάτι που (spoiler alert) απ' ό,τι αποδεικνύεται δεν είναι ολότελα εκτός πραγματικότητας.
Το «Tuftland» θα ήθελε πολύ να είναι ενοχλητικό κι εφιαλτικό – κι ενδεχομένως το ίδιο υλικό, στα χέρια ενός διαφορετικού σκηνοθέτη και σεναριογράφου, ίσως και να ήταν. Κάποιος σαν τον Γιαν Σβανκμάγερ, ας πούμε, ίσως θα μπορούσε να μετατρέψει την εν λόγω ιστορία σε ένα πραγματικά σουρεαλιστικό ρεσιτάλ γκροτέσκ τρόμου, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα κωμικά την αντιπαράθεση μεταξύ του σύγχρονου τρόπου ζωής κι ενός ακραία εναλλακτικού, ορεσίβιου lifestyle απονενοημένης απομόνωσης. Μια τέτοια ισορροπία, όμως, είναι παντελώς ανύπαρκτη εδώ, κι ακόμα κι όταν τα πράγματα παίρνουν πραγματικά σκοτεινή τροπή, ο χειρισμός τους είναι τόσο άτεχνος, ασυνάρτητος και εν τέλει ανιαρός που δεν υπάρχει πλέον καμία πιθανότητα να τα πάρεις στα σοβαρά.