«Οι σκύλοι πιστεύουν ότι ο άνθρωπος είναι Θεός, αλλά οι γάτες όχι. Οι γάτες έχουν επίγνωση της ύπαρξης του Θεού. Δεν είναι αχάριστες, απλά ξέρουν καλύτερα», λέει ένας από τους δίποδους αφηγητές στο ντοκιμαντέρ της Τσεϊντά Τορούν που στάθηκε μια από τις μεγαλύτερες (ευχάριστες) εκπλήξεις της χρονιάς στο αμερικανικό box office - και όχι μόνο. Κι αυτή, όπως και πολλές άλλες θεωρίες και απόψεις που ακούγονται στην ταινία, και που πασχίζουν να ερμηνεύσουν ή να περιγράψουν τη συμπεριφορά των αινιγματικών και κυκλοθυμικών αιλουροειδών, λέει εν τέλει πολλά περισσότερα για το ανθρώπινο είδος παρά για τις ίδιες τις γάτες.
Γιατί αν και φαινομενικά «Οι Γάτες της Κωνσταντινούπολης» είναι μια ταινία για τα χιλιάδες αξιολάτρευτα τετράποδα που αποτελούν σήμα κατατεθέν της τουρκικής μεγαλούπολης κι έχουν κάνει σπίτι τους τα σοκάκια, τις αγορές και το λιμάνι της εδώ και χιλιάδες χρόνια, το ντεμπούτο της νεαρής Τουρκάλας σκηνοθέτιδας μοιάζει να τις χρησιμοποιεί σαν ένα ακαταμάχητο εύρημα για να αποκαλύψει περισσότερα για την ανθρώπινη φύση και την ψυχοσύνθεση των συμπατριωτών της μέσα από τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τις γάτες που συντροφεύουν την καθημερινότητά τους.
Με το μάτι ενός έμπειρου casting director, η Τορούν επιλέγει επτά γάτες ως πρωταγωνίστριες της ταινίας της και τις ακολουθεί επίμονα μα διακριτικά, καθώς επιδίδονται σε αυτό που ξέρουν να κάνουν καλύτερα: να κοιμούνται και να κυνηγούν, να τσακώνονται και να φλερτάρουν, να απαιτούν χάδια ή μεζέδες και να ξελογιάζουν αθώους περαστικούς, ή απλά να δείχνουν υπέροχες – σημαδεύοντας ταυτόχρονα με έναν τρόπο σχεδόν μαγικό τη ζωή εκείνων που επιλέγουν να τιμήσουν με την προσοχή τους.
Κι αν τους χαρίζει ονόματα και ανθρώπινα χαρακτηριστικά που θα ταίριαζαν σε ήρωες ταινίας μυθοπλασίας (ο απατεώνας, η ψυχοπαθής, η ναζιάρα, ο τζέντλεμαν), η Τορούν δεν πέφτει στην κλασική παγίδα του ανθρωπομορφισμού που ελλοχεύει σε κάθε ταινία με ήρωες ζώα – ντοκιμαντέρ ή μη. Αυτό το αφήνει στους ανθρώπινους πρωταγωνιστές της, που μοιάζουν να φιλτράρουν μέσα από τις σχέσεις που αναπτύσσουν με τους χνουδωτούς συντρόφους τους τις δικές τους ενδόμυχες ανάγκες και επιθυμίες.
Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι οι απανταχού γατόφιλοι δεν θα εκτιμήσουν την ταινία. Αντιθέτως, το φιλμ αποτελεί τη φαντασίωση κάθε θαυμαστή της γατίσιας γοητείας, γεμάτο από σκέρτσο και νάζι, ακροβατικά και θράσος, αλλά και υπέροχα κινηματογραφημένες σκηνές που υιοθετούν με ευκινησία και απροσδόκητη οικειότητα το πεδίο δράσης των τετράποδων πρωταγωνιστών.
Κάπως έτσι, η Τορούν καταφέρνει να σκιαγραφήσει ένα τρυφερό και ανορθόδοξο πορτρέτο της γενέτειράς της, μακριά από τις συνήθεις καρτποσταλικές εικόνες, με ξεναγό της τον τελευταίο συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην άγρια φύση και τον πολιτισμό μας.