Δεκαπέντε χρόνια μετά την πρώτη του κινηματογραφική εξόρμηση («Johnny English», 2003) και επτά μετά τη δεύτερη («Johnny English Reborn», 2011), ο πιο άχρηστος κατάσκοπος στην υπηρεσία της Αυτού Μεγαλειότητας επιστρέφει από τη σύνταξη και επανέρχεται στο προσκήνιο για μια τελευταία (ελπίζουμε) περιπέτεια.
Οταν ένας μυστηριώδης χάκερ αποκαλύπτει τις ταυτότητες όλων των ενεργών Βρετανών πρακτόρων, η κυβέρνηση αναγκάζεται να αναθέσει στα εν αποστρατεία μέλη των μυστικών υπηρεσιών της να αναλάβουν δράση προκειμένου να τον ξεσκεπάσουν. Φυσικά, ο ατζαμής Τζόνι Ινγκλις καταφέρνει να τους εξοντώσει όλους άθελά του, αφήνοντας την τύχη του κόσμου στα αδέξια χέρια του, ενώ η πρωθυπουργός αναζητά σύμμαχο στο πρόσωπο ενός Αμερικανού μεγιστάνα της τεχνολογίας.
Η απεγνωσμένη προσπάθεια ενός –ήδη ανίκανου– πράκτορα-απολίθωμα, ο οποίος προσπαθεί να επιβιώσει και να λειτουργήσει σε έναν θαυμαστό καινούργιο κόσμο κατασκοπίας όπου τα πάντα στηρίζονται σε ψηφιακά μέσα και εξελιγμένες τεχνολογίες, αποτελεί τη βασική (και μάλλον μοναδική) πηγή χιούμορ στο τρίτο αυτό κεφάλαιο της σειράς κατασκοπικών παρωδιών. Μοιραία, όμως, σηματοδοτεί και τα όριά του, καθώς αποτελεί μια πολύ ταιριαστή αναλογία-ένδειξη για το πόσο παλιομοδίτικο είναι το ίδιο το φιλμ σε μια εποχή που ακόμα και το σπάνια απόλυτα πετυχημένο αυτό είδος έχει ξεπεράσει προ πολλού το συγκεκριμένο franchise.
Η κωμική μανιέρα και η σλάπστικ σωματική τεχνική του Ρόουαν Ατκινσον, με τις λαστιχένιες κινήσεις και τις αμήχανες γκριμάτσες, ήταν πάντα θέμα γούστου, και ομολογουμένως οι καλύτερες στιγμές του ανήκουν μάλλον στη μικρή οθόνη. Ο Βρετανός κωμικός δεν έχει χάσει μεν τις ικανότητές του, καταφέρνοντας να προκαλέσει μερικά περιστασιακά γελάκια, δοκιμάζοντας τις δυνάμεις του στην εικονική πραγματικότητα ή χρησιμοποιώντας ένα τάμπλετ ως πρωτόγονο όπλο. Ωστόσο ακόμα και οι πιο φανατικοί οπαδοί του δεν θα βρουν πολλά περισσότερα για να δικαιολογήσουν την ύπαρξη της ταινίας, πέρα από μια δυο αστείες σκηνές σε μια κατάφωρα κουρασμένη συνταγή.