Αν ο Κένεθ Μπράνα τα καταφέρνει περίφημα να ξαναδώσει ζωή στις κινηματογραφικές μεταφορές των best-sellers της Αγκαθα Κρίστι, ο Ράιαν Τζόνσον με το πρώτο (και μόνο) «Στα Μαχαίρια» υπήρξε ευρηματικός ως προς την «αντιγραφή» αλλά και την εκμοντερνισμένη εκδοχή μιας κατά τα άλλα κλασικής συνταγής ταινίας - μυστηρίου και, ας μην ξεχνάμε, τον Ρόμπερτ Ολτμαν με το σχεδόν αριστουργηματικό «Εγκλημα στο Γκόσφορντ Πάρκ», αυτό δεν σημαίνει ότι αρκεί μια ομάδα ετερόκλητων ανθρώπων, ένα έρημο νησί και ένας φόνος για να φτιάξεις μια ταινία εφάμιλλη των πιο απολαυστικών του παρελθόντος.
Αυτό ωστόσο πίστεψαν οι δημιουργοί αυτής της ταινίας, ο Μπράιαν Ο’ Ντόνελ που υπογράφει το σενάριο και ο Στήβεν Σίμεκ που υπογράφει τη σκηνοθεσία, σαν ένα δίδυμο που, ναι, δείχνει ότι αγαπάει το είδος και θέλει να παίξει με τις συμβάσεις του - να τις ακυρώσει και να τις επιβεβαιώσει ταυτόχρονα στο ακέραιο, αλλά καταφέρνει μόνο μια φτηνή (σε όλα της) αντιγραφή που αναζητά επειγόντως καλύτερο σενάριο, πιο εμπνευσμένη σκηνοθεσία και καλύτερα ειδικά εφέ για να αποτελέσει μια πρόταση πάνω στο (χιλιοειδωμένο) είδος.
Η υπόθεση είναι τόσο προφανής όσο σχεδόν και η λύση του μυστηρίου που μοιάζει σαν να θέλει να αποκαλυφθεί από τις πρώτες κιόλας σκηνές. Μια ομάδα από άσχετους φαινομενικά μεταξύ τους ανθρώπους φτάνουν μετά από προσωπικό κάλεσμα σε ένα ιδιωτικό νησί (το ίδιο συνέβη και στο δεύτερο μέρος του «Στα Μαχαίρια»), καλεσμένοι του εκατομμυριούχου Λιούις Φίντλεϊ. Ο οικοδεσπότης είναι άφαντος και οι φιλοξενούμενοι θα βρεθούν να γνωρίζονται καλύτερα μεταξύ τους, καθώς δύο φόνοι - ενός καλεσμένου και ενός μέλους του υπηρετικού προσωπικού - θα είναι καταλυτικοί για να ξεκινήσει ένα παιχνίδι γάτας και ποντικιού με επίκεντρο την επίδοξη «Μις Μάρπλ» Μιράντα Γκριν, εμμονική με τις ιστορίες της Αγκάθα Κρίστι και με ταλέντο στην παρατήρηση λεπτομερειών που κανείς δεν προσέχει στην ομήγυρη.
Υπάρχει μόνο ένα ενδιαφέρον στοιχείο σε όλη την ταινία και αυτό είναι η Μισά Μπάρτον που στην τέταρτη δεκαετία της ζωής της απολαμβάνει (εδώ ειδικά) ένα στάτους μιας πνευματώδους, ελεύθερης, αντισυμβατικής και θαρραλέας γυναίκας - ειδικά όταν μιλάμε για τη δεκαετία του ’30 - που μπορεί να παίξει με και κόντρα στις συμβάσεις (ταξικές, έμφυλες και άλλες). Η παρουσία της είναι η μόνη που δίνει κάποιο τόνο σε μια άνευρη εξέλιξη ενός μυστηρίου που επαφίεται στην έκπληξη, αλλά εκπλήσσει μόνο δυσάρεστα με τις ανόμοιες (και μερικές κακές) ερμηνευτικές επιδόσεις του καστ της, τα κλισέ που ανακυκλώνονται (και καλά) για να ανατραπούν, αδέξιες και πρόχειρες σκηνές δράσης και σασπένς που δεν ικανοποιούν το σινεφίλ ένστικτο ούτε καν των φανατικών του είδους.
Το υπερβολικά δραματικό φινάλε δεν βρίσκει την παραμικρή υποστήριξη ούτε σεναριακά, ούτε σκηνοθετικά, ούτε υποκριτικά, παραμένοντας μια ιδέα που θα μπορούσε στα χέρια ενός πιο έμπειρου σκηνοθέτη να λειτουργήσει με έναν σαρδόνια θλιμμένο τρόπο. Εδώ φτάνει ήδη όταν δεν υπάρχει πλέον κανένα ενδιαφέρον για το ποιος ή γιατί το έκανε.