Δαμασκός, ανοχύρωτη πόλη. Από τις γρίλιες των μονίμως σφραγισμένων παραθύρων η γειτονιά φαίνεται βομβαρδισμένη, εγκαταλειμμένη, επικίνδυνη. Ελεύθεροι σκοπευτές κατοικούν στα χαλάσματα σημαδεύοντας ό,τι κινείται. H 55χρονη Oυμ όμως αρνείται να εγκαταλείψει το σπίτι της - ένα πάλαι ποτέ αστικό οροφοδιαμέρισμα, όπου τώρα σε κάθε του δωμάτιο έχουν βρει καταφύγιο μέλη της οικογένειας και φίλοι γείτονες. Ο άντρας της είναι αντάρτης, λείπει συνέχεια. Εκείνη έχει την ευθύνη για τις ζωές όλων. Εκείνη αποφασίζει για το πότε θα ανοίξει η διπλαμπαρωμένη πόρτα που απαγορεύει την είσοδο ακόμα και σε αυτούς που τάζουν "προστασία" (το ποιος είναι ο εχθρός στη Συρία άλλωστε είναι τόσο θολό), εκείνη μοιράζει το ελάχιστο νερό, εκείνη καταλαβαίνει κι από τον ήχο των ριπών για το πόσο έχει πλησιάσει το μέτωπο το μπαλκόνι της - ώστε να δώσει το σύνθημα και να μαζευτούν όλοι σε εμβρυακή στάση κάτω από τους πάγκους της κουζίνας, που είναι το ασφαλέστερο δωμάτιο. Σκληρή, αυστηρή, δυνατή, τρομαγμένη, αλλά και ταυτόχρονα αποφασισμένη: «μην ανησυχείτε» λέει συνεχώς αγκαλιάζοντας τα παιδιά της. «Πόλεμος είναι, θα τελειώσει...»
Ο Βέλγος Φίλιπ βαν Λεού («The Day God Went Away») δε θα μας βγάλει ποτέ έξω από αυτό το διαμέρισμα. Κι αυτή του η επιλογή είναι εξαιρετικά επιδραστική. Δε θέλει να γυρίσει μία ταινία για τον πόλεμο «εκεί έξω». Γύρισε μία ταινία για το πώς ο πόλεμος εισβάλει μέσα στο σπίτι σου. Και μέσα σου. Γιατί δεν είναι μόνο οι βόμβες, δεν είναι μόνο οι σφαίρες. Είναι κάθε χτύπημα στην πόρτα, κάθε βίαιο ξύπνημα από τον ύπνο σου, κάθε τηλέφωνο που φέρνει άσχημα νέα. Είναι οι τρομαγμένες σφιχτές αγκαλιές του γιου σου, είναι η υγεία του παππού, είναι η ανάγκη της κόρης σου να είναι έφηβη. Είναι η ευθύνη. Η κάθε σταθμισμένη απόφαση που πρέπει να παίρνεις κάθε ακραίο λεπτό.
Επί 80 αγωνιώδη λεπτά ζούμε κι εμείς εγκλωβισμένοι σε αυτό τον εφιάλτη - περνάμε μία μέρα στη ζωή αυτής της ευρύτερης οικογένειας. Και το βασικότερο που επιτυγχάνει ο βαν Λεού είναι ότι δεν νιώθουμε ποτέ κινηματογραφικά εγκλωβισμένοι. Συνήθως η σύμβαση ενός κλειστού χώρου παραδίδει αμαχητί μια ταινία στη θεατρικότητα. Οχι εδώ. Ο βαν Λεού κάνει -ξεκάθαρα- σινεμά. Η κίνηση της κάμερας, η χρήση του ήχου (η απόφαση του τι βλέπουμε ή τι μόνο ακούμε), το μοντάζ, η ένταση, ο ρυθμός όλα τρέχουν (ή βίαια σταματούν) μαζί με το χτυποκάρδι του θεατή.
Μαζί με το αεικίνητο, εκφραστικό βλέμμα της εξαιρετικής Χιάμ Αμπάς («Blade Runner 2049», «The Visitor», «Η Λεμονιά») που περιφέρει την «Ουμ» της μέσα στα δωμάτια της ταινίας με την αυτοπεποίθηση μιας μεγάλης πρωταγωνίστριας που ξέρει να κρατά μικρές, σημαντικές ισορροπίες. Ξέρει να βρίσκει το ειδικό της βάρος ακόμα και σε εκτός ορίων σεναριακές επιλογές. Υπάρχει μία σκηνή που μέσα στην τρέλα όσων συμβαίνουν, η Ουμ ξεσκεπάζει το δρύινο τραπέζι της τραπεζαρίας και ξαπλώνει πάνω του, χαϊδεύοντάς το. Μια άπειρη ηθοποιός δε θα ήξερε να χειριστεί την φαινομενικά άσχετη με την αφήγηση στιγμή. Η γλώσσα του σώματος της Αμπάς όμως δίνει όλη την πληροφορία, όπως ακριβώς πρέπει: κάποτε αυτό το τραπέζι είχε αγοραστεί για χαρές, για γλέντια, για γιορτές, για οικογένεια. Τι τούς έχει συμβεί; Τι τους περιμένει ακόμα; Πόσο άδικο;
Ο βαν Λεού δεν κέρδισε το Βραβείο Κοινού στο βερολινέζικο Πανόραμα και στους Ανοιχτούς Ορίζοντες του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης μόνο για τις τραγωδίες που επέλεξε να βομβαρδίσουν αυτό το διαμέρισμα. Αλλά και για την ενδιάμεση κανονικότητα που μίλησε σε όλους μας. Τις κόρες που βάφουν τα νύχια τους και μοιράζονται τα ακουστικά του κινητού τους κουνώντας το κεφάλι ρυθμικά με ό,τι ποπ ακούνε. Τον μικρό που κάνει τα μαθήματά του. Τι θα φάνε το μεσημέρι; Ποιος θα κατεβάσει τα σκουπίδια; Ολα έχουν άλλη βαρύτητα ξαφνικά. Κι εξαρτάται πώς θα τα κοιτάξεις: με απόλυτη ματαιότητα, ή πείσμα για επιβίωση.