Για πολλή ώρα μέσα στο σύμπαν της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του Τιέν Αν Φαμ είσαι σίγουρος πως η κάμερα που μετακινείται χωρίς cuts, σε ρυθμό που ακολουθεί το ανθρώπινο βλέμμα όταν αυτό προσπαθεί να περιηγηθεί στο χώρο και το χρόνο και με μια διάθεση μάλλον εξερεύνησης της άγνωστης ουσίας γνωστών πραγμάτων, δεν είναι πια ένα εργαλείο κινηματογράφησης αλλά ένας οδηγός πάνω σε συντεταγμένες που θυμίζουν αχαρτογράφητα (και σίγουρα) βαθιά νερά στα οποία έχεις βρεθεί αθέλητα, νομοτελειακά, ίσως και με κάποιον περίεργο τρόπο μοιρολατρικά.
Στην πρώτη σκηνή της ταινίας, ο πρωταγωνιστής Τιέν θα ομολογήσει στους φίλους του πως η λογική του βρίσκεται σε διαρκή πόλεμο με την έννοια της πίστης. Μέχρι τη στιγμή που ένα δυστύχημα στην άκρη του δρόμου θα τον φέρει να γίνει ο μοναδικός κηδεμόνας του παιδιού της νεκρής του κουνιάδας, συζύγου του αδερφού του που έχει εγκαταλείψει την οικογένεια του εδώ και χρόνια υπό αδιευκρίνιστες, συγκεχυμένες συνθήκες. Ξεκινώντας από την Σαϊγκόν, ο Τιέν θα ταξιδέψει στην ενδοχώρα του Βιετνάμ για μια σειρά από συναντήσεις που θα τον φέρουν πιο κοντά σε αυτό που μπορεί να είναι ο Θεός ή τελικά ο εαυτός του.
Δομημένο πάνω σε μεγάλες (έως πολύ μεγάλες - μια από αυτές, η πιο εντυπωσιακά απλή, διαρκεί περίπου μισή ώρα) σκηνές - μονοπλάνα, ο Τιέν Αν Παμ φτιάχνει με το πρώτο του φιλμ ένα παλίμψηστο από διαδρομές. Ένα μασάζ σε ένα ερωτικό σπα, ένα νεκρόσημο τελετουργικό, μια συνομιλία με έναν ηλικιωμένο για την ιστορία μιας ολόκληρης χώρας, μια νύχτα σε ένα karaoke club, όλα στο «Δέντρο με τις Χρυσές Πεταλούδες» μοιάζουν με γνώριμες ανθρώπινες καταστάσεις οι οποίες αρχίζουν σιγά σιγά να χάνουν το οικείο τους νόημα και να αποκτούν ένα άλλο. Οχι απαραίτητα ανοίκειο, αλλά σίγουρα ένα νόημα προς εξερεύνηση.
Ακριβώς όπως νιώθει δηλαδή ο Τιέν που στην πραγματικότητα δεν περιηγείται, όντας χαμένος, μέσα στο ακαθόριστο παρελθόν του (έναν παλιό έρωτα, το μυστήριο της εξαφάνισης του αδερφού του) αναζητώντας το μέλλον του, αλλά σε μια στρώση αυτού που θα λέγαμε ανθρώπινη εμπειρία όπου αυτά που ανακαλύπτεις για τη ζωή σου και τους άλλους είναι πράγματα που απλά πριν δεν είχες ποτέ σταθεί να παρατηρήσεις.
Κάπως έτσι σκηνοθετεί (περιηγείται) και ο Τιέν Αν Φαμ στο χώρο και το χρόνο, φέρνοντας επί τούτου μνήμες από το σινεμά του Τσάι Μινγκ Λιάνγκ και του Απιτσατπόνγκ Βιρασετάκουν. Με αυτή τη διάθεση, δηλαδή, του να σταθείς και να παρατηρήσεις κάθε λεπτομέρεια μέσα σε πλάνα καμβάδες που κρύβουν από την ανθρώπινη φύση (κυριολεκτικά και μεταφορικά) μέχρι την ίδια την πολύπαθη Ιστορία της χώρας σου σε μια σπαρακτική αφήγηση και μια απλή βόλτα με ένα μηχανάκι που ενορχηστρωμένη στην εντέλεια μοιάζει τελικά τόσο αληθινή.
Το γεγονός ότι μέσα στην τρίωρη σχεδόν διάρκεια - που αν αφεθείς δεν καταλαβαίνεις καθόλου, αλλά αν από την αρχή αντισταθείς θα σε εξαντλήσει - του φιλμ συναντάς ψήγματα μαγείας, μια αίσθηση μεταφυσικού, τη διαρκή «παρουσία» μιας νεκρής, τη διαρκή «απουσία» ενός ζωντανού και το μεταίχμιο ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο που βρίσκει και τον Τιέν σε ένα δικό του limbo (κυριολεκτικά σε μια από τις πιο όμορφες εικόνες της ταινίας) ανάμεσα στον ουρανό και τη Γη, έρχεται απλά να επιβεβαιώσει την τόλμη ενός ντεμπούτου που δεν διστάζει να επιλέξει μια συγκεκριμένη διαδρομή. Θα ακολουθήσεις;