Τα τελευταία χρόνια σίγουρα η Pixar δεν θα πρέπει να αισθάνεται και πολύ καλά.

Αν κάποιος θα μπορούσε να μπει μέσα στο μυαλό του στούντιο, θα ένιωθε μια τεράστια λύπη, με μικρές δόσεις θυμού ίσως, όχι μόνο για τις απανωτές αποτυχίες της το τελευταίο διάστημα στο box office αλλά και γιατί οι τελευταίες της ταινίες δεν κατάφεραν να αγαπηθούν και τόσο από το κοινό και να έχουν τον αντίκτυπο μερικών από τις παλαιότερες και καλύτερες στιγμές της.

Ετσι, όταν ανακοινώθηκε πως μια από τις πιο αγαπημένες ταινίες της Pixar, το «Τα Μυαλά που Κουβάλας» του 2015, θα αποκτούσε σίκουελ, ένα άγχος και μαζί και φόβος άρχισε να τρυπώνει σιγά-σιγά τόσο στο ίδιο στο στούντιο, που χρειάζεται επειγόντως μια επιτυχία, αλλά και στους ίδιους τους φανς που φόβουνται μήπως κι αυτή η ταινία αποδειχθεί μια ακόμα μετριότητα.

Αλλά τα «Μυαλά που Κουβάλας 2» αποδεικνύουν πως είναι ένα από τα σπάνια εκείνα σίκουελ που είναι το ίδιο καλά με τη πρώτη ταινία, αλλά και ότι η μαγεία της Pixar, προς χαροποίηση τόσο του κοινού όσο και του ίδιου του στούντιο, υπάρχει ακόμα και είναι δυνατή.

Η μικρή Ράιλι μεγάλωσε - είναι πλέον έφηβη. Και μέσα της γίνεται χαλασμός: τα «κεντρικά» έρχονται αντιμέτωπα με μια ξαφνική κατεδάφιση για να κάνουν χώρο για κάτι εντελώς απρόσμενο: νέα συναισθήματα! Η Χαρά, η Λύπη, ο Θυμός, ο Φόβος και η Αηδία, που χρόνια τώρα διευθύνουν μια επιτυχημένη επιχείρηση, δεν ξέρουν πώς να αντιδράσουν όταν εμφανίζεται το Αγχος. Και φαίνεται πως έχει και παρέα...

Η πρώτη ταινία ήταν μια από τις πιο πολυεπίπεδες και απαιτητικές ταινίες του στούντιο τότε, για το πώς παραδίδεις σε παιδιά μία ταινία που τους συστήνει, με ευφάνταστο, δημιουργικό και τελικά απλό τρόπο, τα συναισθήματα, τα ένστικτα, τα όνειρα, τους εφιάλτες τους, αλλά και στους μεγάλους να δώσει εκείνα τα ερεθίσματα έτσι ώστε να καταλάβουν ίσως κάποια περισσότερα πράγματα για τους ίδιους. Και ήταν ένα στοίχημα που το κέρδισε με την αξία της.

Τώρα, ακολουθώντας τα χνάρια του «Toy Story» o σκηνοθέτης της ταινίας Κέλσι Μαν, αν και βετεράνος animator στην Pixar, εδώ σκηνοθετεί την πρώτη του ταινία, αναλαμβάνοντας τα ηνία από τους Πιτ Ντόκτερ και Ρόνι Ντελ Κάρμεν. Η νέα ταινία αποτελεί τη λογική συνέχεια εκείνης που μας έμαθε την τότε μικρή Ράιλι και μας συστήνει το τρομαχτικό «τέρας» της εφηβείας και όλα όσα εκείνο φέρνει μαζί του.

Αν και η πρώτη ταινία απευθύνονταν κυρίως σε μικρότερες ηλικίες, η δεύτερη καταφέρνει να χτυπήσει περισσότερο τις συναισθηματικές χορδές των μεγαλύτερων επικεντρώνοντας στα δικά τους, ακόμα πιο μπερδεμένα, συναισθήματα. Εχοντας ως πάτημα την εφηβεία, το πιο δύσκολο, σε στιγμές ακαταλαβίστικο, μεταβατικό στάδιο στη ζωή ενός ανθρώπου, η ταινία κάνει το αμέσως επόμενο, αναγκαίο και τρομαχτικό βήμα προς την ενηλικίωση.

Συνεχίζοντας να συνδυάζει υπέροχες ιδέες και χιούμορ (η παρουσίαση του sar-casm και της Νοσταλγίας είναι τόσο πετυχημένες), με την απαραίτητη πάντα συναισθηματική νοημοσύνη, μας βάζει σε ένα υπέροχο εσωτερικό ταξίδι για να καταλάβουμε τι κάνει εμάς πραγματικά εμάς. Μέσω της Ράιλι στρέφει τον φακό στους ίδιους τους εαυτούς μας για να δούμε πότε δώσαμε, μέσα σε αυτό το τεράστιο μπέρδεμα και τα απανωτά συναισθήματα που βιώνουμε καθημερινά, τον πλήρη έλεγχο στο άγχος για να κατευθύνει το κάθε τι στη ζωή μας, με κόστος να ρίξουμε στο βαθύτερο και σκοτεινότερο μέρος του εαυτού μας όλα εκείνα που μας έδειναν αστείρευτη χαρά.

Ομως, τα συναισθήματα αυτά δεν χωρίζονται σε καλά και κακά. Υπάρχει μια γκρίζα γραμμή στην οποια κινούνται όλα, όπως για παράδειγμα η Χαρά μας κάνει να βάλουμε στο υποσυνείδητό μας όλες εκείνες της ντροπιαστικές, λυπηρές και δύσκολες στιγμές και να πετάξουμε το κλειδί, ή το Αγχος μπορεί να είναι και δημιουργικό ταυτόχρονα ή η Ντροπή μας προφυλάσσει από κάποια κακά πράγματα. Είναι το πώς μαθαίνουμε οι ίδιοι από το περιβάλλον μας να τα χρησιμοποιούμε αυτά αλλά και το βάρος που μας κάνουν να κουβαλάμε.

Κι όλα αυτά σε συνδυασμό με την απαραμίλλη δουλειά που έχει γίνει στο animation, τον οπτικό οργασμό χρωμάτων και εικόνων, τις λεπτές αναφορές στις προηγούμενες ταινίες της Pixar - εκεί όπου η μπάρα βρίσκεται τελικά τόσο ψηλά που αναρωτιέσαι τι άλλο θα συμβεί στο μέλλον για να την ξεπεράσει.

Μέσα από μια σπουδαία κινηματογραφική ταινία, που αλήθεια μόνο η Pixar ξέρει να κάνει, το «Τα Μυαλά που Κουβάλας 2» μας παίρνει από το χέρι αυτή την φορά όχι για να μας συμφιλιώσει μόνο με τον εσωτερικό μας κόσμο, αλλά για να μας κάνει να αγαπήσουμε τον εαυτό μας (και η Pixar τον δικό της), με όλα τα καλά και κυρίως τα αμέτρητα κακά του, να τον αποδεχτούμε και πάνω από όλα να τον αγαπήσουμε όπως είναι (όσο ατελής, ακατάστατος, περίεργος αλλά πάντα αυθεντικός), γιατί κανείς άλλος δεν θα το κάνει. Και με λίγη βοήθεια της μαγείας της Pixar να του δώσουμε μια μεγάλη ζεστή αγκαλιά. Οπως ακριβώς του αξίζει.