Ο Αντώνης και ο Χρήστος είναι δύο φίλοι που συγκατοικούν σε ένα διαμέρισμα στην Αθήνα. Ανεργοι, ζουν από μικροδουλειές που κάνουν και το επίδομα ανεργίας του Χρήστου και περνούν τις ώρες τους βλέποντας cult ταινίες, αναμοχλεύοντας το εφηβικό παρελθόν τους. Εξαντλημένοι από μια πραγματικότητα που για τον Αντώνη σημαίνει ότι πρέπει να εξηγεί στο γιο του τι σημαίνει «παράσιτο» επειδή ο μικρός άκουσε να χαρακτηρίζουν έτσι τον μπαμπά του και για τον Χρήστο να περιμένει τα νέα ενός τρομακτικού υπέρηχου, αποφασίζουν να ξεκινήσουν ένα ταξίδι προς αναζήτησή της Λώρα Ντουράντ, μιας πορνοστάρ που και οι δύο είχαν ερωτευτεί πλατωνικά όταν ήταν πιο νέοι και η οποία εξαφανίστηκε μυστηριωδώς χωρίς ποτέ κανείς να μάθει τι απέγινε.
Ο,τι θα ακολουθήσει στο ταξίδι προς την… Ιθάκη, μοιάζει φαινομενικά με κάτι σαν να διασκευάζεις την Οδύσσεια on acid, αφού οι δύο φίλοι θα βρεθούν αντιμέτωποι με εκδοχές πάνω στα μυθικές στάσεις του έπους του Ομήρου: ραντεβού με πρώην παραγωγούς πορνό ταινιών, ένα βράδυ σε μια κοινότητα νεοχίπηδων σε μια παραθαλάσσια περιοχή της Ελλάδας, δείπνο με μια γυναίκα που ζει μόνη της σε έναν στοιχειωμένο πύργο, σειρήνες και κύκλωπες εκτός τόπου και χρόνου, κομμένους και ραμμένους σε μια παραισθησιογόνα εκδοχή μιας διαδρομής που πιστεύεις μόνο όταν τη δεις με τα μάτια σου, γιατί μόνο τότε αντιλαμβάνεσαι ότι είναι κάτι περισσότερο από μια περιπέτεια αυτογνωσίας ή επιστροφής στην αθωότητα ή ένα τυπικό buddy road movie.
Ο Αντώνης και ο Χρήστος επιβιβάζονται στην πραγματικότητα σε ένα (με όποια έννοια κι αν το θεωρήσετε θα είστε μέσα) φανταστικό magic bus που διασχίζει με θαυμαστά αποτελέσματα όλη τη διαδρομή από τον ρεαλισμό στο σουρεαλισμό και από την κωμωδία ως το δράμα μέχρι και την ευθεία (!) γραμμή που ενώνει (γιατί όχι;) την επιστημονική φαντασία του ’50 με το γουέστερν και το φιλμ νουάρ με το αμερικάνικο ανεξάρτητο σινεμά των 90s. Κάθε στάση αυτού του ταξιδιού είναι γυρισμένη με διαφορετικό τρόπο - αναφορά σε κινηματογραφικά είδη, μια μείξη κινηματογραφοφιλίας και χειροπιαστής όσο και χειροποίητης αφιέρωσης πρωτίστως στα αναλογικά 80ς και εξίσου στην ψηφιακή επιταγή του σήμερα, αλλά κυρίως σε όλες τις «Λώρα Ντουράντ» στις οποίες κάποτε πιστέψαμε ότι θα ήταν κάτι διαφορετικό από μια γυναίκα της διπλανής πόρτας.
Με μια διάθεση αναζωογονητικής ελευθερίας που συναντάμε πλέον σπάνια στο (ελληνικό) σινεμά και με θαρραλέες αποφάσεις που ακόμη κι αν δεν εκτελούνται αυστηρά και με λεπτομέρεια υποδεκάμετρου ή όχι πάντα με επιτυχία στην τελική τους αποστολή χαρίζουν στην «Αναζήτησή της Λώρα Ντουράντ» τη μικρή μα διαρκώς παλλόμενη καρδιά της, ο Δημήτρης Μπαβέλλας έρχεται να συνεχίσει με την ορμή του «Runaway Day» το δικό του ταξίδι σε ένα σινεμά αφοπλιστικό, διασκεδαστικό, ειλικρινές, τόσο συγκινητικό που ακόμη κι αν δεν πειστεί κανείς από τις υπέροχες ερμηνείες των Μάκη Παπαδημητρίου και Μιχάλη Σαράντη (σε δύο από τους καλύτερους ρόλους τους μέχρι σήμερα), από τη φαντασία στη σκηνογραφία του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου και την για κάθε κινηματογραφικό είδος αντίστοιχη φωτογραφία του Ραμόν Μαλαπέτσα, από το πάνω στο εσωτερικό ρυθμό της επιστροφής στην αθωότητα μοντάζ του Γιώργου Γεωργόπουλου... ευτυχώς τα επιχειρήματα θα συνεχίζονται στο διηνεκές όσο θα υπάρχει αυτή τη τελική σκηνή, το «Never Grow Old» αλά Ντέιβιντ Μπόουι του Γιώργου Μπουσούνη στους τίτλους τέλους και ένα δάκρυ που πέφτει για να κλείσει μέσα του σαν σε μια πολύτιμη βιντεοκασέτα από το μέλλον την αναπάντεχα λυτρωτική εμπειρία αυτού του ταξιδιού.