Το Χόλιγουντ φαίνεται πως έχει μια ιδιαίτερη σχέση όσο αφορά τις ταινίες τρόμου με τρομαχτικές κούκλες. Μπορεί ο Τσάκι, με την «Κούκλα του Σατανά», να ήταν εκείνος που πρωτοστάτησε στο να κάνει την βιομηχανία και το κοινό να αγαπήσουν το είδος, αλλά ταινίες όπως τα πρόσφατα «Αναμπελ», «The Boy», αλλά και το «M3GAN» και το «Πέντε Νύχτες στου Φρέντι» έχουν ανοίξει τον (αιματοβαμμένο) δρόμο για ακόμη περισσότερα... λούτρινα.
Μέσα σε όλες αυτές τις «κούκλες του σατανά» έρχεται να προστεθεί και ο Τσόνσι, ένα, κατά τα άλλα, αξιολάτρευτο λούτρινο αρκουδάκι που, όμως έρχεται προσπαθώντας να ξυπνήσει τους χειρότερούς μας παιδικούς εφιάλτες. Αλλά, δυστυχώς (ή ευτυχώς – όπως το δει κανείς) μέχρι το τέλος της ταινίας, αυτοί θα παραμείνουν στον βαθύ τους λήθαργο.
Οταν η Τζέσικα επιστρέφει στο σπίτι της παιδικής της ηλικίας με την οικογένειά της, η μικρότερη θετή κόρη της, Αλις αναπτύσσει μια απόκοσμη προσκόλληση με μια λούτρινη αρκούδα που ονομάζεται Τσόνσι που βρίσκει στο υπόγειο. Η Αλις αρχίζει να παίζει παιχνίδια με τον Τσόνσι που σταδιακά γίνονται όλο και πιο απαίσια. Καθώς η συμπεριφορά της γίνεται όλο και πιο ανησυχητική, η Τζέσικα επεμβαίνει μόνο για να συνειδητοποιήσει ότι ο Τσόνσι είναι πολύ περισσότερο από το αθώο αρκουδάκι που πίστευε ότι ήταν.
Αυτό που αποτυγχάνει να θεμελιώσει από την αρχή ο σκηνοθέτης της ταινίας Τζεφ Γουάντλοου, γνωστός επίσης κι από τις ταινίες τρόμου «Θάρρος ή Αλήθεια» και «Fantasy Island», είναι κάτι τόσο βασικό όσο ο ίδιος ο τρόμος. Πέρα από μια, κάπως ενδιαφέρουσα εισαγωγή, η ταινία πότε δεν αφήνει την ατμόσφαιρα να βαρύνει, να δημιουργήσει ένα άβολο συναίσθημα μέσα από παιδικά τραύματα και φοβίες, έτσι ώστε να εκδηλωθούν σε κάτι το πραγματικά εφιαλτικό.
Και σε αυτό δεν βοηθάει και τόσο το χάρτινο σενάριό της και οι καρικατούρες χαρακτήρες του, όπου δεν χρειάζεται να προσπαθήσει και πολύ κάποιος για να δει πως πίσω από τις σατανικές κούκλες, τους φανταστικούς φίλους και τους δαίμονες βλέπουμε μια άλλη ταινία για τον πόνο που νιώθουμε από όλα όσα κουβαλάμε μέσα μας από παιδιά και μας κάνουν να αισθανόμαστε αποξενωμένοι ακόμα και από την ίδια την οικογένειά μας, αλλά και όλα εκείνα τα οποία μας κάνουν να αμφισβητούμε τους εαυτούς μας. Κάτι, που εδώ που τα λέμε, το έχουμε ξαναδεί άπειρες (και πολύ καλύτερες) φορές και χωρίς τα σεναριακά κενά αυτής της ταινίας.
Υπάρχουν κάποιες ευφάνταστες στιγμές, κυρίως στο δεύτερο μισό της ταινίας, αλλά ακόμα κι αυτές κινούνται μέσα σε ένα αρκετά ασφαλές και αποστειρωμένο PG-13 περιβάλλον, χωρίς το gore και το αίμα που τις περισσότερες φορές φωνάζουν πως χρειάζονται για να αναδειχθούν σε κάτι το πραγματικά τρομαχτικό. Ευτυχώς τα όποια jump scares είναι μετριασμένα στο ελάχιστο, αλλά ακόμα και έτσι ποτέ δεν καταφέρνουν να έχουν το μέγιστο δυνατό αντίκτυπο που θα περίμενε κάποιος από αυτά.
Η ταινία «Ενας Φανταστικός Φίλος» δεν θα φέρει τους αναμενόμενους εφιάλτες, ούτε όμως τη διασκέδαση που υπόσχεται, κάτι που θα κάνει τους περισσότερους φαν του είδους να την προσπεράσουν σαν κάποιο παλιό παιχνίδι παρατημένο μέσα σε μπαούλο.