Χωρίς την παραμικρή έκπτωση στην αναπαράσταση μιας ολόκληρης εποχής, εν προκειμένω της Παλινόρθωσης στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα στη Γαλλία, ή στην ιστορική καταγραφή μιας ολόκληρης κοινωνίας μέσα στην οποία γεννήθηκε και αμφισβητήθηκε σχεδόν ταυτόχρονα το «γαλλικό πνεύμα», οι ανεπιτήδευτες, φρενήρεις, ποιητικές και βαθιά μελαγχολικές «Χαμένες Ψευδαισθήσεις» του Ξαβιέ Τζιανολί δίνουν συνεχώς την εντύπωση μιας σύγχρονης ταινίας - κι όχι μόνο επειδή η κριτική τους για τη διαφθορά στη δημοσιογραφία, την υποκρισία στον κόσμο της τέχνης, το οριστικό τέλος των ονείρων μπροστά στην πραγματική ζωή μοιάζει ανατριχιαστικά διαχρονικό.

Μέρος της μυθιστορηματικής συλλογής του Ονορέ ντε Μπαλζάκ με τον γενικό τίτλο «Ανθρώπινη Κωμωδία», αυτή είναι και η πιο ταιριαστή περιγραφή για την τολμηρή, με απόλυτο σεβασμό στο αριστουργηματικό πρωτότυπο κείμενο, εμπνευσμένη διασκευή των «Χαμένων Ψευδαισθήσεων» που για όσα παραλείπει (όπως ολόκληρο το τρίτο μέρος του βιβλίου ή σειρά ηρώων που συμπκυνώνει σε άλλους) αναπληρώνει με εξαίσιας συναισθηματικής καθαρότητας σκηνές που μια μια χτίζουν με υπομονή και νεύρο το σαθρό οικοδόμημα μιας κοινωνίας που φέρεται σαν να αγνοεί ότι βρίσκεται σε απόλυτη πτώση.

Στο κέντρο της ο Λουσιάν Σαρντόν που θα διεκδικήσει το επώνυμο της μητέρας του (το πιο αριστοκρατικό «ντε Ριμπαμπρέ») ξεκινώντας από την Αγκουλέμ για το Παρίσι, εκεί όπου το όνειρο να γίνει λογοτέχνης θα μπορούσε να βγει κι αληθινό. Εραστής της Μαρί-Λουίζ-Αναίς ντε Μπαρζετόν, μιας κυρίας της υψηλής κοινωνίας, θα εγκαταλειφθεί από αυτήν και τους ομοίους της που τον χλευάζουν για την ταπεινή του καταγωγή, αλλά θα μπει γρήγορα στους υψηλούς εκδοτικούς κύκλους μέσα από τη γνωριμία του με έναν δημοσιογράφο, τον Ετιέν Λουστό που θα τον εμπιστευτεί για να αποθεώνει ή να κατακρημνίζει συγγραφείς με την περίτεχνη χρήση της γλώσσας του. Ενα βιβλίο με ποιήματα είναι η μόνη του αγνή παρακαταθήκη από το παρελθόν. Ενα βιβλίο που περιμένει να εκδοθεί, καθώς ο Λουσιάν θα ερωτευτεί (ίσως το μόνο αληθινό πράγμα που ένιωσε στη ζωή του), θα προδωθεί, θα προδώσει, θα πουληθεί και θα πουλήσει σε ένα αέναο παιχνίδι εκμετάλλευσης και χαμένων ψευδαισθήσεων.

Η ανθρώπινη κωμωδία - ειρωνική όσο και σαρωτικά κυριολεκτική - ξεκινάει και τελειώνει και στον Μπαλζάκ, όπως ακριβώς και στη μεγάλη αυτή εδώ στιγμή του Ξαβιέ Τζιανολί (με πρότερο έντιμο και μόνο βίο το «Quand J’Etais Chanteur» του 2006, το «A l’ Origin» του 2009, το «Marguerite» του 2015) στη σκιαγράφηση χαρακτήρων που τους νιώθεις να αναπνέουν στην οθόνη εκπνέοντας μέσα από τα λόγια τις καταχρήσεις και το ανάθεμά τους στην ηθική όλο το φρέσκο που σκιαγραφείται ψηφίδα με τη ψηφίδα και καθορίζεται από την άνοδο και την πτώση του Λουσιάν που θα μείνει για πάντα Σαρντόν. Γυμνοί από την εποχή τους αλλά τελικά και αρχετυπικά δείγματα μιας στιγμής μέσα στο χρόνο που θα καθόριζε τον μοντέρνο κόσμο περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσε κανείς να φανταστεί, οι ήρωες που περιστρέφονται γύρω από τον Λουσιάν είναι σύμβολα και πραγματικοί ήρωες μαζί, ερμηνευμένοι με βάθος πεδίου από σπουδαίους ηθοποιούς.

Ο αλαζόνας Ετιέν Λουστό του Βανσάν Λακόστ, η σπαρακτικά εύθραυστη Μαρί-Λουίζ-Αναίς ντε Μπαρζετόν της Σεσίλ ντε Φρανς, η σαρωτική Κοράλι της Σαλομέ Ντεγουέλς, η απόμακρη αριστοκράτισσα της Ζαν Μπαλιμπάρ, ο γνώριμος αλλά πάντα διαπεραστικός Ζεράρ Ντεπαρντιέ, ο στη γκρίζα ζώνη ανάμεσα στον ερωτισμό και την ανταγωνιστικότητα φανταστικός ήρωας που υποδύεται ο Ξαβιέ Ντολάν γίνονται όλοι κομμάτια του ίδιου ήρωα, του Λουσιάν που τον υποδύεται με την ορμή της νεότητας (σαν ένας πανκ των 70s, ένας νεορομαντικός των 80s, ένας slacker των 90s…) αλλά και τη μελαγχολία ενός καταραμένου ποιητή προηγούμενων αιώνων ο Μπενζαμάν Βουαζάν που γνωρίσαμε στο «Καλοκαίρι του 85» του Φρανσουά Οζόν.

Διατηρώντας (σοφά σαν επιλογή) αυτούσια κομμάτια από την αφήγηση του Μπαλζάκ, αποδίδοντας τιμές στη λογοτεχνική του πηγή χωρίς η ταινία ποτέ να πάσχει από τις γνώριμες παθογένειες μεταφορών μεγάλων λογοτεχνικών έργων, ο Τζιανολί δεν χάνει ποτέ το κέντρο του, όσο γοητευτικά και αν είναι όλα όσα συμβαίνουν στο περιθώριο και στο φόντο μιας ανάγλυφης τοιχογραφίας των αρχών του 19ου αιώνα στο Παρίσι της Παλινόρθωσης. Το βλέμμα του είναι καρφωμένο πάνω στον Λουσιάν, έναν ήρωα για κάθε εποχή - και σίγουρα για τη σημερινή - καθώς αυτός στροβιλίζεται μέσα σε έναν λαμπερό κόσμο, αυτό της δημοσιογραφίας και της λογοτεχνίας, ιδανικά σκιαγραφημένους ως τόπους που θα θύμιζαν περισσότερο στάβλους, οίκους ανοχής ή λέσχες παράνομων παιγνίων, μπαινοβγαίνοντας συνεχώς από το αυθεντικό πάθος ενός νεανικού έρωτα σε εκείνον τον αποστασιοποιημένο για μια γυναίκα που ανήκει σε μια τάξη που δεν θα μπορέσει να αγγίξει ποτέ. Ενας ισορροπιστής, τελικά ανάμεσα στο όνειρο μιας ζωής που θα ήθελε να ζήσει και στο τίμημα που πρέπει να πληρώσει γι’ αυτό, πρωταγωνιστής σε μια ταινία που με τη σειρά της ισορροπεί κι αυτή σε λεπτές γραμμές, πετυχαίνοντας αβίαστα να μην είναι ακαδημαϊκή αλλά να μένει πιστή στο πνεύμα που αποτελεί την αφετηρία της - ένα επιπλέον σχόλιο πάνω βιτριολική συζήτηση και σκηνή ανθολογίας για το πόσο μια «κριτική» μπορεί ανάλογα με τις λέξεις που χρησιμοποιεί να αποθεώσει ή να κατακεραυνώσει ένα έργο τέχνης.

Ανάμεσα στην σφοδρή διορατικότητα του Μπαλζάκ για συστήματα «εξουσίας» που ακόμη και σήμερα παραμένουν κραταιά μέσα από αθέμιτες μεθόδους, πίσω από τη συναρπαστική ιστορία του ήρωα του - μοναδική στην ιστορία της λογοτεχνίας, ο Τζιανολί κρατιέται γερά από την πραγματική ουσία των χαμένων ψευδαισθήσεων που δεν είναι άλλη από τη βαθιά μελαγχολία για τα πραγματικά αισθήματα που χάνονται μέσα από τις «ανθρώπινες συναλλαγές», το ταλέντο που πνίγεται μέσα στα απάτητα νερά της φιλοδοξίας, την ανθρώπινη κωμωδία που στη μεγάλη σκηνή ενός κόσμου που υποκρίνεται διαρκώς μετατρέπεται σε μια διαχρονική τραγωδία. Συχνά, χωρίς προφανή κάθαρση.