Δύο άνθρωποι συναντιούνται τυχαία στη Νέα Υόρκη και αναπτύσσουν μια δυνατή σχέση που όμως θα δοκιμαστεί κάτω από αντίξοες συνθήκες. Η άφιξη του μωρού τους θα σημάνει την έναρξη μιας ολοένα και πιο ανισόρροπης συμπεριφοράς, που δεν μπορεί παρά να έχει τραγικό τέλος.
Ο Ανταμ Ντράιβερ είναι ο Τζουντ ένας νεαρός νεοϋορκέζος και η Αλμπα Ρορβάκερ η Μίνα, μια Ιταλίδα υπάλληλος της πρεσβείας και η συνάντησή τους σε μια τουαλέτα ενός κινέζικου εστιατορίου στην οποία θα κλειδωθούν μαζί, θα είναι καθοριστική.
Στην επόμενη σκηνή θα ξυπνούν μαζί στο κρεβάτι έχοντας ήδη χτίσει μια σχέση και λίγο αργότερα θα κάνουν έρωτα, η Μίνα θα μείνει έγκυος και στην επόμενη σκηνή θα χορεύουν στον γάμος τους με το «Flashdance» να παίζει στα ηχεία.
Μόνο που η παραμυθένια ιστορία τους δεν θα έχει το ίδιο παραμυθένιο τέλος, όταν η Μίνα, επηρεασμένη από ένα επαναλαμβανόμενο όνειρο, ένα μέντιουμ που της λέει πως το μωρό της θα είναι ξεχωριστό και την δυσπιστία της για τον γιατρό της, θα αποφασίσει πως πρέπει να γεννήσει και να μεγαλώσει το τέκνο της με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο.
Το αποτέλεσμα είναι το βρέφος να μην τρέφεται σωστά, η ανάπτυξή του να καθυστερεί και η εμμονή της με το μωρό να αυξάνεται με γεωμετρικούς ρυθμούς αγγίζοντας γρήγορα τα όρια της ψυχοπάθειας. Σε βαθμό που μοιάζει δύσκολο να γίνει πιστευτός, όχι τόσο για την ψυχολογική κατάρρευση της μητέρας του μα κυρίως για τον τρόπο που ο πατέρας του, την αφήνει να φτάσει ως εκεί, παρασύροντας μαζί της, το παιδί τους.
Κι αν ως εκεί το φιλμ μοιάζει αληθινά ενδιαφέρον κι ανησυχητικό ως το ψυχολογικό πορτρέτο μιας διαταραγμένης γυναίκας, δίνοντας την ευκαιρία τόσο στην Ρορβάκερ όσο και στον Ντράιβερ να δώσουν δυο πειστικές δυνατές ερμηνείες, σύντομα μοιάζει να γλιστρά στην σχεδόν αστεία υπερβολή και σε μια περιοχή που θυμίζει περισσότερο απ οτιδήποτε άλλο, το «Μωρό της Ρόζμαρι», αλλά δίχως το μεταφυσικό στοιχείο που θα στήριζε μια τέτοια επιλογή.
Το κρίσιμο σημείο αυτής της μεταστροφής της ταινίας είναι όταν η κάμερα του Κοστάντζο χρησιμοποιεί ευρυγώνιους παραμορφωτικούς φακούς για να απεικονίσει κάτι που θα έπρεπε να γίνει αντιληπτό μέσα από το σενάριο και τους χαρακτήρες και με κάποιο τρόπο το φιλμ δεν μπορεί να ανακάμψει από εκείνο το σημείο, κάνοντας σχεδόν αδύνατον να το πάρεις στα σοβαρά.
Κι ακόμη κι αν το τελευταίο μέρος του γίνεται πια ένα (επίσης ελάχιστα πιστευτό) οικογενειακό θρίλερ, είναι πολύ αργά για να νοιαστείς για κάτι που έχει αφήσει πίσω του την σφαίρα ενός σοβαρού δράματος για να αγγίξει κάτι που φλερτάρει με την πιο camp υπερβολή.