Η Σασά (Σαρά Μονπετί) γεννιέται, όπως όλοι οι άνθρωποι, χωρίς να ερωτηθεί. Αντιθέτως όμως με όλους τους υπόλοιπους, γεννιέται σε μια οικογένεια βρικολάκων που έχουν ένα απροσδιόριστα υψηλό προσδόκιμο όριο ζωής. Έχει όλα τα χαρακτηριστικά των βαμπίρ -ζαρώνει στον ήλιο, έχει αλλεργία στην εκκλησία και πίνει αίμα με το λίτρο. Ωστόσο, η Σασά απεχθάνεται κάθε είδους βία. Αυτό την κάνει δίπλα άτυχη: πρώτον, διότι χρειάζεται τη βία για να επιβιώσει και δεύτερον, διότι είναι αναγκασμένη να την υποστεί για πολύ περισσότερο χρόνο απ’ ότι οι υπόλοιποι άνθρωποι.

Η ταινία «Ανθρωπίστρια Βρικόλακας Αναζητά Αυτοκτονικό Άτομο» (στην οποία θα άξιζε το βραβείο ευρηματικού και σχοινοτενούς τίτλου) γυρνά γύρω από το θέμα της βίας και της αναγκαιότητάς της στις ζωές μας. Βραβεύτηκε πέρυσι στη Βενετία από το Giornate degli Autori και έκανε την ελληνική της πρεμιέρα τον περασμένο Νοέμβρη στο 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Η σκηνοθέτις Αριάν Λουί-Σεζ καταφέρνει να συνδυάσει τη σφαίρα του υπερφυσικού με μια ιστορία ενηλικίωσης. Συχνά, τα κορεσμένα της χρώματα και ο ατμοσφαιρικός της φωτισμός θυμίζουν μια Euphoria βουτηγμένη στο αίμα, από την οποία έχει αφαιρεθεί κάθε σταγόνα ερωτισμού. Στα πρώτα λεπτά είναι εμφανής μια αναφορά στο «Κουρδιστό Πορτοκάλι» του Κιούμπρικ, όπου η Σασά αναγκάζεται να παρακολουθήσει σκηνές έντονης βίας υπό ιατρική παρακολούθηση. Οι γονείς της αναρωτιούνται τι ακριβώς πάει λάθος με τη μονάκριβη κόρη τους και αρνείται να σκοτώσει για να τραφεί. Έτσι, επισκέπτονται έναν ειδικό, ο οποίος με λύπη τους ενημερώνει πως η κόρη τους δεν είναι φυσιολογική: η βία δεν της προκαλεί πείνα, μονάχα αποστροφή!Αυτά, για έναν κανονικό άνθρωπο, θα ήταν χαρμόσυνα νέα. Για ένα βαμπίρ όμως, αυτά είναι τα χειρότερα νέα που μπορεί να ακούσει, διότι από την ενστικτώδη αυτή αντίδραση στην βία μακραίνουν οι κυνόδοντες και γίνεται εφικτή η επιβίωση. Δεν νοείται ζωή δίχως βία και δε νοείται μη αιμοδιψές βαμπίρ. Τα νέα αυτά φέρνουν θλίψη στο σπιτικό των βρικολάκων και δημιουργούν εντάσεις μεταξύ των γονιών της. Η Σασά αναγκάζεται να επιβιώσει με πλαστικές μπουκάλες αίματος, ολόιδιες με αυτές που βρίσκουμε σε νοσοκομειακές μονάδες, τις οποίες ρουφά με το καλαμάκι, ανήμπορη να κυνηγήσει για να τραφεί.

Μέσα στην ατυχία της, η Σασά σε έφηβη ηλικία για βαμπίρ (68 ετών σε ανθρώπινα χρόνια) βρίσκεται μάρτυρας σε ένα τραγικό σκηνικό: μια απόπειρα αυτοκτονίας ενός νεαρού άντρα (Φελίξ-Αντουάν Μπενάρ). Οι κυνόδοντές της επιμηκύνονται και συνειδητοποιεί πως αν κάποιος άνθρωπος επιθυμεί να δώσει ο ίδιος τέλος στη ζωή του, τότε δεν είναι και τόσο κακό να του πιεί το αίμα. Είναι σαν τη θεωρία της Φοίβης από τα «Φιλαράκια», πως μπορεί να φάει μια αγελάδα όντας βίγκαν, αν η αγελάδα πεθάνει από φυσικά αιτία. Έτσι, ένα βαμπίρ μπορεί να συνεχίσει να είναι ανθρωπιστής, αν το θήραμά του επιλέξει να δώσει τέλος στη ζωή του.

Με τη γνώση αυτή, η Σασά συμφιλιώνεται με τον νέο αυτοκτονικό φίλο της Πολ, ο οποίος είναι κι αυτός ένας περιθωριακός χαρακτήρας με ελάχιστη όρεξη για ζωή. Αν και νέος, η μιζέρια έχει προλάβει να τον τσακίσει και σέρνει το σκέλεθρό του από το σχολείο στη δουλειά δίχως σκοπό. Μαζί όμως, ακούνε μουσική και χορεύουν αμήχανα από καθιστή θέση. Μαζί, ξεχειλώνουν τα όρια της επιτρεπτής βίας και επαναφέρουν τις ζωές τους σε εργοστασιακές ρυθμίσεις. Βρίσκουν καταφύγιο σε ένα κοινό αίσθημα της παντελούς έλλειψης του ανήκειν και δημιουργούν τη δίκη τους μικρή, αλλόκοτη κοινότητα, ως αντίδραση στον σκληρό κόσμο που τους περιβάλλει.

Πολύ συχνά οι άνθρωποι νιώθουν παράταιροι. Τα χέρια τους ή οι κυνόδοντές τους, εν προκειμένω, είναι πιο μεγάλοι απ’ όσο θα έπρεπε, είναι οι χειρότεροι στην τάξη τους στη γυμναστική και στρέφουν το βλέμμα χαμηλά για να μην αντικρίσουν τον κόσμο στα μάτια. Ξοδεύουν έτσι τη ζωή τους σε μια εξορία στην οποία στέλνουν οι ίδιοι τον εαυτό τους. Μπορούμε να νιώθουμε πως δεν ανήκουμε με χίλιους δυο τρόπους. Φαίνεται όμως πως η συνταγή για το ανήκειν είναι πάντα η ίδια, περιλαμβάνει πάντα τους άλλους ανθρώπους και το πόσο έτοιμοι είμαστε να τους ανοίξουμε την καρδιά μας. Αυτή η ταινία κάνει τριάντα σβούρες και καταλήγει στο ίδιο σημείο που καταλήγουν χιλιάδες άλλες: πως ακόμη κι ένας βρικόλακας μπορεί να γνωρίσει ανθρώπους, να κάνει τη ζωή του λιγάκι πιο ευχάριστη και να μην καταλήξει μαγκούφης. Παραμένει όμως τρυφερή και, αν και χορεύει με τους βρικόλακες στο φεγγαρόφωτο, ανθρώπινη.

Οι χαρακτήρες αυτής της ταινίας αστειεύονται με τον θάνατο. Όχι τόσο λόγω γενναιότητας, αλλά μάλλον λόγω άγνοιας. Παίζουν με αυτόν σαν να είναι τσέρκι. Διαλέγουν τον θάνατο έναντι της ζωής περίπου διακόσιες φορές. Κι όμως, τελικά η ζωή φαίνεται να κερδίζει, στον τρόπο με τον οποίο προσπαθούν να την βελτιώσουν, λίγο να τη διανθίσουν και να τη νοστιμίσουν, παρά τη λαθραία τους μοίρα. Η Σασά και ο Πολ ξεκίνησαν παρέα ένα ηρωικό ταξίδι αυτογνωσίας και εκδίκησης, που τους δίδαξε πως ο θάνατος είναι όντως ο τελικός προορισμός, αλλά ο δρόμος προς τα εκεί είναι μακρύς, δαιδαλώδης και, κάποιες στιγμές, αναντίρρητα όμορφος.