Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, καραβάνια Αμερικανών και Ευρωπαίων μετακινήθηκαν μαζικά από τα ανατολικά προς τα δυτικά της χώρας για την κατάκτηση του τελευταίου συνόρου, της Αγριας Δύσης. Ο ορίζοντας κουβαλούσε την υπόσχεση για μία καλύτερη ζωή, μία νέα ευκαιρία στο αμερικανικό όνειρο, ή απλώς την επιβίωση. Κουβαλούσε όμως και μία πραγματικότητα: οι τόποι ανήκαν στους ιθαγενείς Ινδιάνους. Κι αυτό σήμαινε πόλεμο.
Στο πρώτο μέρος της τετραλογίας του «Horizon» παρακολουθούμε την πορεία δεκάδων καραβανιών από διαφορετικά δρομολόγια με κατεύθυνση το Φαρ Ουέστ και μάς συστήνονται διαφορετικοί χαρακτήρες - οικογενειάρχες και τυχοδιώκτες, πόρνες και χήρες μητέρες, κυνηγοί κεφαλών και στρατιωτικοί, άποροι μετανάστες και προνομιούχοι Ευρωπαίοι αποικιοκράτες.
Το πρότζεκτ ήταν στο μυαλό του Κέβιν Κόστνερ εδώ και 30 χρόνια, αμέσως μετά το «Χορεύοντας με τους Λύκους», αλλά δεν έβρισκε στήριξη από κανένα στούντιο ή επενδυτή για να το γυρίσει. Μέχρι που αποφάσισε να πουλήσει μέρος της περιουσίας του και να επενδύσει ο ίδιος (μέχρι στιγμής) πάνω από 20 εκατομμύρια δολάρια.
Η υπογραφή του στη σκηνοθεσία, το σενάριο και την παραγωγή θα έπρεπε να μειώνει το ρίσκο: λατρεύει τα επικά κλασικά γουέστερν κι έχει γνώση κι εμπειρία («Χορεύοντας με τους Λύκους», «Open Range») του genre.
Τι μπορεί να πήγε τόσο στραβά, ώστε το «Horizon: Ενα Αμερικανικό Επος» να φλατάρει τόσο; Ο Κόστνερ συγκέντρωσε ένα πολυπληθές καστ με αρκετούς A-listers πρωταγωνιστές. Σκηνικά, κοστούμια, λεπτομέρειες στην ανακατασκευή της εποχής αποδεικνύουν την αξία της παραγωγής του. Μία 20λεπτη σκηνή μάχης έχει γυριστεί με μεράκι και ένταση - κι υπάρχουν σκόρπια και κάποια ακόμα ανθρωποκυνηγητά με άλογα, μονομαχίες και πιστολίδια. .
Τίποτα από όλα αυτά δεν θυμίζει ταινία. Η κατακερματισμένη πλοκή (ναι, υπάρχει η υπόσχεση ότι όλα θα δέσουν στο 12ωρο σύνολο όλων των κεφαλαίων) δεν επιτρέπει καμία εμβάθυνση, καμία σύνδεση με τις ιστορίες των ανθρώπων. Οι χαρακτήρες παρουσιάζονται σχηματικά και ελλειπτικά. Ταυτόχρονα, κι αυτό είναι τόσο ειρωνικό αν σκεφτείς τη διάρκειά του, η εξέλιξη των ηρώων μοιάζει απότομη και βεβιασμένη (πότε πρόλαβε η χήρα να ερωτευτεί τον λοχαγό, πότε θρήνησε τον άντρα της;) σαν να αναγκάστηκε ο Κόστνερ να κόψει και να πετάξει κομμάτια στο μοντάζ.
Ακόμα κι όλα αυτά να ξεπεράσεις, αυτό που κυρίως, απουσιάζει είναι το κινηματογραφικό βλέμμα του σκηνοθέτη: αυτό που θα συλλάβει το μεγαλείο της απεραντοσύνης ερήμου, των κορυφογραμμών, του ουρανού, του ορίζοντα με έναν λυρικό, μαγικό τρόπο που μόνο το σινεμά ξέρει να κάνει.
Αντιθέτως ο Κόστνερ φορτώνει την πλοκή με δεκάδες αφηγηματικά παρακλάδια και πολυπρόσωπες ιστορίες, σαν να κατασκευάζει τον πιλότο μίας τηλεοπτικής σειράς που θα εξελιχθεί σε πολλαπλά επεισόδια και κύκλους. Και στο τέλος μένει με κάτι φλύαρο, επιδερμικό και light. Κι όχι δεν φταίει το φορμά της τετραλογίας. Πολλοί δημιουργοί έχουν «σπάσει» τις ταινίες τους σε μέρη (π.χ. ο Ταραντίνο με το «Kill Bill») αλλά το αποτέλεσμα κάθε ταινίας ήταν ολοκληρωμένο, μεστό και μπορούσε να σταθεί κι από μόνο του. Το «Horizon: Ενα Αμερικανικό Επος» είναι τόσο «κουτσό» που στο τέλος υπάρχει ολιγόλεπτο μονταρισμένο υλικό «με το τι θα δείτε στα επόμενα επεισόδια». Πόσο πιο τηλεοπτική αντίληψη από αυτό;
Κι αυτή η ελλειπτική προσέγγιση της ιστορίας έχει ακόμα μία, σημαντικότερη, συνέπεια. Που είναι οι ιθαγενείς; Δεν χώρεσαν αρκετά στο πρώτο τρίωρο. Κι όταν χώρεσαν, όταν οι Aπάτσι χαρακτήρες μάς συστήνονται, σκοτώνουν αμείλικτα οικογένειες και μικρά παιδιά. Είναι οι «βάρβαροι» που καίνε ζωντανούς, σφαγιάζουν και παίρνουν τα σκαλπ των «ανθρώπων που αναζήτησαν ένα καλύτερο μέλλον».Δυο τρεις εξαιρέσεις δεν σώζουν την μαζική εντύπωση της ταινίας. Αδυνατούμε να πιστέψουμε ότι ο δημιουργός του «Χορεύοντας με τους Λύκους» θα αφήσει το αφήγημα έτσι. Ομως, η πρώτη εντύπωση είναι επικίνδυνη, αναχρονιστική και προσβλητική για τους γηγενείς.
Ο Κόστνερ μάς υποσχέθηκε ένα «μεγαλειώδες, επικό» saga. Και παρέδωσε κάτι μεγάλο, αλλά μόνο σε διάρκεια.