Ο Γιουσούφ, ένα μικρό αγόρι, μεγαλώνει στα ορεινά της Τουρκίας με τους γονείς του. Δυσκολεύεται στο σχολείο, αλλά βρίσκεται στο στοιχείο του όταν συνοδεύει τον μελισσοκόμο πατέρα του στα δάση όπου τοποθετεί τις κυψέλες του. Οταν όμως εκείνος, μετά από ένα μακρινό ταξίδι, δεν θα επιστρέψει, ο Γιουσούφ θα αποφασίσει να τον αναζητήσει, ξεκινώντας ένα ταξίδι σε μονοπάτια που δεν είχε ως τότε «περπατήσει».
Απηχώντας τη γαλήνια ηρεμία και τον απόκοσμο σχεδόν μυστικισμό των σκιερών δασών της ορεινής Τουρκίας όπου διαδραματίζεται, το «Μέλι» του Σεμίχ Καπλάνογλου χτίζει ένα δικό του κινηματογραφικό σύμπαν, όπου ο χρόνος, η ιστορία, η αφήγηση κυλούν με το ρυθμό του παχύρρευστου υγρού που δίνει τον τίτλο του στο φιλμ.
Η ιστορία ιδωμένη μέσα από τα μάτια του μικρού πρωταγωνιστή δεν χρειάζεται να υπακούει στους κανόνες της «σαφήνειας», της ταχύτητας, της δομής που διέπουν τον κόσμο των ενηλίκων, κινείται με το δικό της βηματισμό που μοιάζει να έχει την αποσπασματικότητα ενός ονείρου. Αλλά και την ιδιαίτερη γοητεία του.
Στην ουσία ένα φιλμ ενηλικίωσης, κατορθώνει μέσα από την αφαίρεση να αποφύγει τα περισσότερα από τα κλισέ που στις περισσότερες περιπτώσεις καταδικάζουν τις ταινίες με ανήλικους πρωταγωνιστές, στο βούρκο της αφέλειας και του γλυκόπικρου συναισθηματισμού. Με έναν πρωταγωνιστή που δείχνει να κοιτάζει τον (μεγάλο) κόσμο (των μεγάλων) με απροσποίητο θαυμασμό και το λυρισμό της ματιάς του Καπλάνογλου να διαποτίζει κάθε πλάνο, το «Μέλι», δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια γλυκιά κουταλιά εύγευστου, θρεπτικού σινεμά.