Πάντα ανθρωποκεντρική και πάντα με μια ζεστασιά, η Ναόμι Καβάσε, με τελευταία της ταινία το «Γλυκό Φασόλι», βρίσκει τη φόρμα ενός ρομαντικού μελοδράματος για να μιλήσει για το φως στη ζωή, στα μάτια, αλλά και στο σινεμά. Πέρα, βέβαια, από αυτές τις εγκεφαλικότερες αναφορές, το «Hikari» θα μπορούσε να ήταν κι ένας πιο καλόγουστος Ξανθόπουλος.
Κεντρική ηρωίδα της ταινίας, η Μιζάκο που κάνει ηχητικές αποδόσεις ταινιών για τυφλούς θεατές. Η ταινία που επεξεργάζεται τώρα είναι ένα ερωτικό δράμα στην ακρογιαλιά. Στο γκρουπ τυφλών όπου τεστάρει την απόδοσή της, γνωρίζει τον Νακαμόρι, έναν μεγαλύτερο κι εσωστρεφή φωτογράφο που σταδιακά χάνει την όρασή του. Οταν η Μιζάκο, γοητευμένη ήδη, θα δει τις φωτογραφίες του Νακαμόρι, θα βρει σ' αυτές έναν ιδιαίτερο σύνδεσμο, όχι μόνο με τον άντρα, αλλά και με το δικό της παρελθόν. Οσο η επαφή τους βυθίζεται στο κυριολεκτικό σκοτάδι, τόσο κι οι δυο συνειδητοποιούν ότι η έλλειψη της όρασης σ' αφήνει να δεις βαθύτερα στην ψυχή.
Η Καβάσε, κινούμενη μ' ένα λιτό σενάριο, επενδύει περισσότερο στην αισθητική της ταινίας της. Στη φωτογραφία που παίζει συμβολικά και συναισθηματικά με το φως, τον ήλιο, την καθαρή και τη θολή εικόνα, την αντανάκλαση, την αποτύπωση του προσώπου σε μια φωτογραφία, ένα τζάμι, έναν καθρέφτη και, φυσικά, στο ίδιο το φιλμ. Τραβά το χρόνο παρατηρώντας τους ήρωές της και τον κόσμο που τους περιβάλλει, κάνει υπομονή στις σιωπές, κοιτάζει βαθιά στα μάτια - τους αληθινούς πρωταγωνιστές της ιστορίας της - και απολαμβάνει τους δυο ηθοποιούς της καθώς μεταμορφώνονται από διστακτικούς και μελαγχολικούς παρατηρητές σε ήρωες πρόθυμους ν' αγαπήσουν.
Οσο, βέβαια, ευαίσθητη, αυτοαναφορική προς το σινεμά και τρυφερή κι αν είναι η ταινία της, παραμένει ένα μικρό ρομαντικό μελόδραμα για ραγισμένες ψυχές, με εικόνες και ατάκες που προορίζονται να γεμίσουν ένα νοσταλγικό ημερολόγιο με ζευγάρι κόντρα στο ηλιοβασίλεμα στο εξώφυλλο. Αλλά, από την άλλη πλευρά κι απομακρύνοντας την ταινία από παράγοντες ανταγωνιστικότητας ή φιλοδοξίας, δεν μπορείς παρά να παραδοθείς εύκολα, τουλάχιστον για τη μιάμιση ώρα της διάρκειάς της, στην αθωότητα και την ακτινοβολία της.