Ο Σεντάρο είναι ένας μοναχικός μεσήλικας, ιδιοκτήτης ενός μικρού εστιατορίου Ντοραγιάκι (ιαπωνική τηγανίτα με ζύμη από κόκκινα φασόλια που σερβίρεται σαν σάντουιτς), όπου συχνάζουν διάφοροι περίοικοι και έφηβοι μαθητές. Όταν βάζει μια αγγελία με την οποία ζητά συνεργάτη, τον προσεγγίζει η κυρία Τόκου, μια γυναίκα που πλησιάζει τα ογδόντα της. Ο Σεντάρο αρχικά την απορρίπτει από πεποίθηση πως λόγω ηλικίας και με τα ήδη παραμορφωμένα της χέρια δεν πρόκειται να έχει και καμιά σημαντική βοήθεια. Όταν όμως δοκιμάζει τη συνταγή της για ζύμη από κόκκινα φασόλια, ο Σεντάρο καταρρέει... Αναγκάζεται ταπεινωμένος να παραδεχτεί πως είναι πολύ ανώτερη από την δική του! Η Τόκου, περηφανεύεται πως η συνταγή της αγγίζει την τελειότητα, χάρη στην ιδιαίτερη επικοινωνία της με τη Φύση. Οι πελάτες αρχικά ενθουσιάζονται. Οταν όμως ανακαλύπτουν πως η παραμόρφωση των θαυματουργών χεριών της κυρίας Τόκου οφείλεται σε μια παλιά αλλά πολύ σοβαρή ασθένεια, σταματάνε να τρώνε στο μαγαζί. Ο Σεντάρο είναι πια υποχρεωμένος να διώξει την γριά μαγείρισσα. Αλλά απ' ότι φαίνεται η ταλαίπωρη Τόκου δεν ήταν η μόνη που έκρυβε ένα μεγάλο, σκοτεινό μυστικό...
Είναι πολύ εύκολο να αποκαλέσει κανείς τις ταινίες της Ναόμι Καβάσε βαρετές, όμως τότε θα έχει μάλλον χάσει το νόημα. Σίγουρα η ματιά τους είναι πάντα χαμηλότονη και, ναι, παρατηρούν περισσότερο τους ανθρώπους παρά πιέζονται για γρήγορες εξελίξεις, όμως επιπλέον χαρακτηρίζονται μόνιμα από εκείνη την αισιόδοξη ιαπωνική φιλοσοφία που ευνοεί την επικοινωνία με την Φύση και εστιάζουν κυρίως στο συναίσθημα παρά σε κάποιο κραυγαλέα δραματικό γεγονός. Μπορεί ο ρυθμός τους να είναι αργός όμως αυτό δε σημαίνει ότι είναι κενές νοήματος. Απλά, αναζητούν το ίδιο το νόημα της ζωής μακριά από τους εύκολους εντυπωσιασμούς.
Το «Γλυκό Φασόλι» συνεχίζει την πορεία που διασχίζει εδώ και χρόνια με συνέπεια η δημιουργός Καβάσε, αν και δεν είναι το ίδιο φιλοσοφικό όσο το προηγούμενο φιλμ της, «Still the water». Όμως και πάλι, η ταινία δείχνει χαρακτηριστική πίστη στους ανθρώπους και στην ικανότητά τους να δουν πέρα από τις πρώτες εντυπώσεις, ψάχνει να βρει στην καθημερινότητά εκείνες τις μικρές στιγμές που αποδεικνύουν την ύπαρξη της ανθρωπιάς και χαρίζει μόνιμα ένα χαμόγελο στα χείλη, όντας πάντα καλοπροαίρετη στην αντιμετώπιση κάθε ανθρώπινης συμπεριφοράς και πρόθυμη να ξεπεράσει τα έμφυτα ελαττώματα της ανθρώπινης φύσης, αντιμετωπίζοντάς τα ως κάτι το φυσιολογικό.
Αυτή η προσέγγιση είναι μια πολύ καλή αντιπρόταση απέναντι στον δυτικότροπο τρόπο κινηματογράφησης που αναζητά κυρίως την ένταση και την αντίθεση για να στήσει γύρω τους την πλειοψηφία των ταινιών. Η Καβάσε αντιθέτως, αν και δεν αρνείται τις σκούρες πλευρές τις πραγματικότητας, επιλέγει να μην επικεντρωθεί εκεί αλλά να πιστέψει στις δεύτερες ευκαιρίες, στη συγχώρεση, στη συνειδητοποίηση των λαθών, στην κατακρήμνιση των προκαταλήψεων και των περιοριστικών αντιλήψεων απέναντι στην τρίτη ηλικία ή κάποια συγκεκριμένη ομάδα ασθενών και, γενικά, να δώσει βάση σε όλα εκείνα που μπορούν να απαγκιστρώσουν τον άνθρωπο από ένα ενδεχομένως ντροπιαστικό παρελθόν του. Για την Καβάσε μια σκηνή λεπτομερούς προετοιμασίας ενός ντοραγιάκι από την αρχή μέχρι το τέλος είναι το ίδιο κρίσιμη στην αφήγησή της με έναν αποκαλυπτικό διάλογο ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της. Στον ίδιο τόνο, μία ματιά στο εσωτερικό ενός σπιτιού προσφέρει το ίδιο πλήθος πληροφοριών για τον κόσμο με την αποκάλυψη ενός μαύρου εθνικού παρελθόντος . Η κινηματογραφική και πολιτιστική ταυτότητα της Καβάσε περιλαμβάνει σε ίδιο βαθμό και το φαγητό και την μνήμη και το ανθρώπινο συναίσθημα και ολόκληρο τον κόσμο, ξεπερνώντας την οποιαδήποτε μεμονωμένη δράση ή αντίδραση. Κατά μία έννοια, η Καβάσε μιλάει μία από τις πιο έντονες ανθρωπιστικές γλώσσες που μπορεί να ανακαλύψει κανείς στον κινηματογράφο.
Φυσικά, αυτό δε σημαίνει ότι αυτή η γλώσσα πρέπει να είναι και οπωσδήποτε αποδεκτή από όλους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η έλλειψη προφανούς κατεύθυνσης, ειδικά στο πρώτο μέρος της ταινίας, θα δυσκολέψει τυχόν θεατές που δεν είναι εξοικειωμένοι με έναν πιο χαλαρής αφήγησης κινηματογράφο. Η ευαισθησία όμως της ερμηνείας της Κιρίν Κικί και το πάθος με το οποίο αγκαλιάζει την αισιοδοξία της ηρωίδας της είναι ικανά να τραβήξουν την προσοχή πάνω της μέχρι η Καβάσε να αποκαλύψει στην πορεία το πιο δυνατό της χαρτί και να κάνει μια απότομη (για τα δεδομένα της) στροφή στις αμαρτίες του παρελθόντος της χώρας της, εξερευνώντας με λαογραφικό ενδιαφέρον τις πτυχές εκείνης της περιόδου και υπογραμμίζοντας την ανάγκη για οικουμενική αποδοχή.
Ουσιαστικά, το «Γλυκό Φασόλι» δεν είναι τόσο μια ταινία που παρακολουθείται με την κλασική δραματουργική έννοια, όσο μια ταινία που βιώνεται με τα συναισθήματα, καθώς οι ήσυχες στιγμές της, η παρατηρητικότητά της, η πίστη της στους ανθρώπους και η αισιοδοξία της είναι οι κινητήριοι αφηγηματικοί του άξονες. Πρέπει να του παραδοθείς, πριν εκείνο σε ανταμείψει. Όταν όμως το κάνει, θα είναι ικανό να ζεστάνει την καρδιά και να αποδείξει ότι η τόσο τρυφερή κινηματογραφική του γλώσσα είναι, τελικά, ανεκτίμητης αξίας.