Η γωνιά ενός δάσους, δεινόσαυροι που τρέχουν πανικόβλητοι, ένα ηφαίστειο που ξεσπά λάβα και καταστροφή. Παγετώνες. Αναβίωση της φύσης. Γηγενείς που κυνηγούν με ακόντια και γεννούν κάτω από τους θάμνους. Αμερικανικός Εμφύλιος. Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. Μέσα από ένα σταθερό κάδρο, αυτή η γωνιά της Γης αλλάζει, καταστρέφεται, αναζωογονείται, κατοικείται από διαφορετικούς ανθρώπους μέσα στους αιώνες, τις δεκαετίες, τα χρόνια. Ενα σπίτι που χτίζεται με γερά θεμέλια που αντέχουν φιλοξενεί έναν κόσμο που αλλάζει - ζευγάρια, οικογένειες, μοναχικούς ανθρώπους. Ενας από αυτούς θα το επισκεφθεί ξανά, θα επιστρέψει στο σαλόνι που γεννήθηκε, μεγάλωσε, παντρεύτηκε κι στέγασε κι αυτός την οικογένειά του. Θέλει να θυμηθεί και να θυμίσει στην πρώην σύντροφό του τις στιγμές που τους συνέδεσαν. Οταν το εδώ σήμαινε μαζί.
«Αν αυτοί οι τοίχοι μπορούσαν να μιλήσουν» λέει το ρητό, κι ο Ρόμπερτ Ζεμέκις εμπνέεται να δώσει σάρκα και οστά στην ιδέα μεταφέροντας το graphic novel του Ρίτσαρντ ΜακΓκουάιρ «Here» στην μεγάλη οθόνη. Με την κάμερά του σε ακίνητο τρίποδο και την οπτική της γωνία σταθερή, με ειδικά εφέ που κατακερματίζουν την εικόνα αλλάζοντας τα σκηνικα και τις εποχές, και μοντάζ που ενώνει υγρά μπρος-πίσω το χρόνο, ο Ζεμέκις επιχειρεί να ενώσει τις σπονδυλωτές ιστορίες των ανθρώπων που έζησαν σ' έναν κοινό τόπο - από το προϊστορικό παρελθόν έως το πανδημικό lockdown. Εδώ.
Το εύρημα είναι τολμηρό και φιλόδοξο. Με τον Ερικ Ροθ στο σενάριο να πειραματίζεται για ακόμα μία φορά με ιστορίες ανθρώπων στο πέρασμα του χρόνου («Η Απίστευτη Ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον», «Φόρεστ Γκαμπ»), ο επίσης «Back to the Future» Ζεμέκις καλείται να σπάσει το χωροχρόνο για ακόμα μία φορά, βάζοντας όμως δύσκολα στον εαυτό του. Πώς ξεφεύγεις από την εγκλωβιστική θεατρικότητα του ενός μόνο χώρου και ενός ακίνητου οπτικού πεδίου;
Ο Ζεμέκις έχει ιδέες - χρησιμοποιεί ένθετα comic παράθυρα που εισάγονται στα πλάνα για να προετοιμάσουν την αλλαγή του σκηνικού και τα πισωγυρίσματα του χρόνου. Εμπιστεύεται τον μόνιμο συνεργάτη του στη διεύθυνση Φωτογραφίας Ντον Μπέρτζις για τις αλλαγές στη θερμοκρασία των χρωμάτων και των φωτισμών, που διαχωρίζουν την εικόνα του χρόνου. Κι αφήνει τους ηθοποιούς του να κάνουν τα υπόλοιπα - όσο η κάμερα μένει ακίνητη, η δική τους κινησιολογία, η χορογραφία του πώς μπαίνουν και βγαίνουν από το πλάνο τρέχει αεικίνητα.
Στους κύριους πρωταγωνιστικούς ρόλους ο Τομ Χανκς με την Ρόμπιν Ράιτ, σ' ένα άτυπο «Φόρεστ Γκαμπ» reunion με τον Ζεμέκις, δίνουν τους καλύτερους εαυτούς τους, περιγράφοντας το ζευγάρι που εγκλωβίστηκε σ' έναν γάμο και σ' ένα σπίτι, σε μια οικογένεια που διαλύθηκε εξαιτίας της κυριολεκτικής και συμβολικής ακινησίας. Παρόλο που τα αντιγηραντικά εφέ λειτουργούν πλέον λίγο καλύτερα από ότι λίγα χρόνια πριν στο «Irishman», οι καλύτερες ερμηνείες των ηθοποιών σημειώνονται όσο οι χαρακτήρες τους πλησιάζουν στις πραγματικές τους ηλικίες και τα εκφραστικά τους μέσα μπορούν να αποτυπώσουν αναλλοίωτα το συναίσθημα.
Ολα λειτουργούν μέχρι που σταματούν να λειτουργούν. Γιατί το εύρημα του Ζεμέκις είναι κι η αχίλλειος πτέρνα της ταινίας. Οσο η κάμερα δεν πάει πουθενά, όσο το σενάριο δεν βοηθάει με κάτι πραγματικά ανατρεπτικό, καινοτόμο, φρέσκο, όλα μένουν παρόμοια στατικά. Ισως η ιδέα να ήταν κατάλληλη για μία μικρού μήκους ταινία που θα κρατούσε τη δύναμή της και δε θα ξεχείλωνε.