Δύο νεαροί Αμερικάνοι επιχειρηματίες φτάνουν στη Μόσχα για να πουλήσουν ένα νέο software για social networking. Εκεί ανακαλύπτουν πως ένας Σουηδός ανταγωνιστής τους το έχει αντιγράψει και το έχει πουλήσει ήδη. Θέλοντας να αποφορτιστούν από την «ήττα» καταλήγουν σε ένα night club της πόλης και τελικά μένουν ως μόνοι επιζώντες – όλως τυχαίως - μαζί με δύο αμερικανίδες τουρίστριες και τον Σουηδό που θα φάνε στη μάπα για πολλή ώρα ακόμη, μετά από την επίθεση «αόρατων» εξωγήινων που ό,τι αγγίζουν το κάνουν σκόνη και σκοπός τους είναι να απορροφήσουν την ενέργεια του πλανήτη… Ή κάτι τέτοιο.

Η οσμή του b-movie αναδύεται ήδη από την πρώτη σκηνή στο αεροπλάνο που μεταφέρει τους δύο Αμερικάνους στη Μόσχα στο φιλμ που εμπιστεύτηκε ο πάπας του ρωσικού φανταστικού κινηματογράφου Τιμούρ Μπεκμαμπέτοφ («Night Watch», «Day Watch», «Wanted») στον φέρελπι πρώην καλλιτεχνικό διευθυντή νυν σκηνοθέτη Κρις Γκόρακ, ο οποίος εν έτει 2006 είχε ξεχωρίσει ως ένα από τα μεγάλα ταλέντα του αμερικανικού κινηματογράφου με το low budget φαντασίας ντεμπούτο του «Right at Your Door».

Δέκα λεπτά, όμως, μετά ακόμη και αυτή η πάντοτε ευπρόσδεκτη υπόσχεση για ένα λουστραρισμένο φτηνό b-movie μοιάζει να υποχωρεί κάτω από το βάρος ενός σεναρίου που μοιάζει γραμμένο από αναλφάβητους για αναλφάβητους. Το b μπερδεύεται με το z, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που σεναριογράφοι, σκηνοθέτης και ήρωες μπερδεύουν το θρίλερ φαντασίας με το teen comedy στη συσκευασία ενός ανέμπνευστου video game με φόντο την Κόκκινη Πλατεία.

Πες ότι προσπερνάς την προσφιλή αμερικανοβλαχοτουριστική άποψη που έχουν οι ήρωες για τη Μόσχα, οι οποίοι αδιαφορούν μπροστά στην Κόκκινη Πλατεία αλλά μένουν με το στόμα ανοιχτό μπροστά στις ταμπέλες του Starbucks και του McDonald’s γραμμένες στα ρωσικά.

Πες ότι προσπερνάς και το γεγονός πως από όλους τους κατοίκους της πόλης, αυτοί που επιζούν είναι τέσσερις Αμερικάνοι (οι δύο ήρωες και δύο κορίτσια που μοιάζουν να έχουν βγει από φτηνή σεξοκωμωδία του σωρού), οι οποίοι σε μια έκλαμψη ευφυίας αντιλαμβάνονται από μόνοι τους την συμπεριφορά των «αόρατων» εξωγήινων, απ’ όλα τα πιθανά καταφύγια αναζητούν την Αμερικανική Πρεσβεία της Μόσχας και τελικά γλιτώνουν φεύγοντας με ένα...υποβρύχιο!

Πες ότι προσπερνάς και το γεγονός πως η φιλοσοφική διάσταση της ταινίας εξαντλείται σε διαπιστώσεις τύπου «ποτέ δε ξέρεις ποιος είσαι αν δεν βρεθείς σε μια τέτοια κατάσταση» και πως οι πιο καλογραμμένοι διάλογοι ανάμεσα στους ήρωες εξαντλούνται στο «Βοήθεια, έρχονται!» και «Τώρα τι κάνουμε;».

Πώς όμως να προσπεράσεις το γεγονός πως μια – αρχικά – ευφυής ιδέα όπως αυτή των «αόρατων» πλασμάτων που κατεβάζουν τους διακόπτες της Γης, ενεργοποιούνται μόνο από τον ηλεκτρισμό και έχουν έρθει σε αυτόν τον κόσμο για να «κλέψουν» την ενέργεια του, καταλήγει σε ένα βαρετό κυνηγητό με το...τίποτα και σε διάφορες παιδαριώδεις «εφευρέσεις» που τα εξολοθρεύουν κάνοντας τρομερά κουραστικούς θορύβους.

Χωρίς να ενδιαφέρεται για τους ήρωες του (πόσο πιο αντιπαθητικοί μπορούν να γίνουν δύο από τους πιο συμπαθητικούς ηθοποιούς του Χόλιγουντ, ο Εμίλ Χιρς και ο Μαξ Μινγκέλα;), χωρίς να έχει καταλάβει στ’ αλήθεια γιατί η ταινία διαδραματίζεται στη Μόσχα (εκτός από την πρώτη και την τελευταία σκηνή, η ταινία θα μπορούσε να είχε γυριστεί σε οποιαδήποτε πόλη του κόσμου) και χωρίς να γνωρίζει βασικές αρχές ρυθμού και αφήγησης, ο Γκόρακ παραδίδει τελικά κάτι περισσότερο από ένα κακοσκηνοθετημένο, κακογραμμένο, κακοπαιγμένο και κακό...γενικά θρίλερ φαντασίας.

Παραδίδει την «πιο σκοτεινή ώρα» του σύγχρονου σινεμά, ξοδεύοντας μερικά εκατομμύρια δολάρια και κυρίως την υπομονή του θεατή που θα πρέπει να ανακηρυχθεί ήρωας αν αντέξει να φοράει τα 3D γυαλιά του επί μιάμιση ώρα για να δει μια ταινία που δεν είναι καν μονοδιάστατη!

Το γεγονός πως το σενάριο συνυπογράφει ένας από τους σεναριογράφους του «Prometheus» του Ρίντλεϊ Σκοτ, ας μείνει καλύτερα ασχολίαστο...